zusammenwachsen (ρ), Zusammenwachsen, das (ουσ)
Διαπίστωσα το πρόβλημα συμπτωματικά χτες, καθώς κατά την αγαπημένη μου συνήθεια, έψαχνα συνώνυμα για την απόδοση του ρήματος σε λεξικά τριών γλωσσών. Στο online PONS υπάρχει μόνο η απόδοση zusammenwachsen = συμφύω (και επομένως, σύμφυση το παράγωγο ουσιαστικό). Ακριβώς το ίδιο (ρήμα) βρήκα και στο παλιό πιστό μου χάρτινο γερμανοελληνικό του Τσουκανά.
Είναι μάλλον περίεργο ότι υπάρχει μόνο αυτή η (περισσότερο ιατρικής κατεύθυνσης) απόδοση στα ελληνικά. Τα βασικά συστατικά της γερμανικής λέξης, το zusammen (μαζί) και το πολυσήμαντο ρ. wachsen (μεγαλώνω, αυξάνομαι και πολλά άλλα, αγγλική ερμηνεία εδώ) είναι αναπόφευκτο ότι θα έδιναν και πολλές άλλες σημασίες, σε χρήσεις σε διαφορετικούς κλάδους.
Στο κείμενό μου, για παράδειγμα, η λέξη χρησιμοποιείται από ένα ζευγάρι χωρισμένων γονιών με παιδιά από τους πρώτους γάμους τους, που συζητούν πώς θα μεθοδεύσουν το Ζusammenwachsen των οικογενειών τους, με άλλα λόγια πώς θα μετατραπούν οι δύο μονογονεϊκές οικογένειες σε μία (και μόνο μία :)) και αγαπημένη.
Είναι ολοφάνερο ότι σε αυτό το ρέτζιστερ (και δεν ξέρω καν αν σε οποιοδήποτε άλλο) η απόδοση ως σύμφυση είναι αταίριαστη, αφού όμως τα γερμανοελληνικά μου δεν είχαν να μου προτείνουν κάτι καλύτερο, πέρασα στα γερμανοαγγλικά.
Το ίδιο το PONS, στη γερμανοαγγλική του έκδοση, είναι πολύ πιο πλούσιο:
1. zusammenwachsen (zusammenheilen):
zusammenwachsen = to knit [together], zusammenwachsen Knochen = to knit [together] (bones), zusammenwachsen Wunde | to heal [up] (wound)
sie hat zusammengewachsene Augenbrauen = her eyebrows meet in the middle
2. zusammenwachsen (sich verbinden):
zusammenwachsen = to grow together, mit etw dat/zu etw dat zusammenwachsen = to grow into sth
die früher eigenständigen Gemeinden sind inzwischen zu einer großen Stadt zusammengewachsen = the previously autonomous communities have meanwhile grown together into a big city
Μερικές επιπλέον ιδέες δίνει και το γερμανοαγγλικό dict.cc, όπου εμφανίζονται και όροι των οικονομικών:
zusammenwachsen = to coalesce, to consolidate, to grow together
Zusammenwachsen {n} = consolidation, confluence [merging], integration, merging,
Zusammenwachsen {n} der Augenbrauen [Synophrys]= confluence of eyebrows, med. [synophrys]
Επομένως, μην περιοριστείτε στην πρόταση «σύμφυση» (τουλάχιστον αυτών) των δύο γερμανοελληνικών λεξικών και, αν θέλετε, προσθέστε εδώ προτάσεις για αποδόσεις στα ελληνικά.
Α, και για να μην ξεχάσω από πού ξεκίνησα: Υπάρχει κάποιος επίσημος όρος γι' αυτή τη συνένωση/συγκόλληση/συνάθροιση των μονογονεϊκών οικογενειών; Και ποια απόδοση θα χρησιμοποιούσατε εσείς στον καθημερινό σας λόγο;
Να σημειώσω απλώς ότι πολύ κοντινή περιγραφή αυτής της χρήσης δίνει το free dictionary (2ος ορισμός):
zu•sạm•men•wach•sen (ist) [Vi] =
2. <άνθρωποι> wachsen zusammen: δύο ή περισσότεροι άνθρωποι γίνονται σταδιακά (στενοί) φίλοι
Διαπίστωσα το πρόβλημα συμπτωματικά χτες, καθώς κατά την αγαπημένη μου συνήθεια, έψαχνα συνώνυμα για την απόδοση του ρήματος σε λεξικά τριών γλωσσών. Στο online PONS υπάρχει μόνο η απόδοση zusammenwachsen = συμφύω (και επομένως, σύμφυση το παράγωγο ουσιαστικό). Ακριβώς το ίδιο (ρήμα) βρήκα και στο παλιό πιστό μου χάρτινο γερμανοελληνικό του Τσουκανά.
Είναι μάλλον περίεργο ότι υπάρχει μόνο αυτή η (περισσότερο ιατρικής κατεύθυνσης) απόδοση στα ελληνικά. Τα βασικά συστατικά της γερμανικής λέξης, το zusammen (μαζί) και το πολυσήμαντο ρ. wachsen (μεγαλώνω, αυξάνομαι και πολλά άλλα, αγγλική ερμηνεία εδώ) είναι αναπόφευκτο ότι θα έδιναν και πολλές άλλες σημασίες, σε χρήσεις σε διαφορετικούς κλάδους.
Στο κείμενό μου, για παράδειγμα, η λέξη χρησιμοποιείται από ένα ζευγάρι χωρισμένων γονιών με παιδιά από τους πρώτους γάμους τους, που συζητούν πώς θα μεθοδεύσουν το Ζusammenwachsen των οικογενειών τους, με άλλα λόγια πώς θα μετατραπούν οι δύο μονογονεϊκές οικογένειες σε μία (και μόνο μία :)) και αγαπημένη.
Είναι ολοφάνερο ότι σε αυτό το ρέτζιστερ (και δεν ξέρω καν αν σε οποιοδήποτε άλλο) η απόδοση ως σύμφυση είναι αταίριαστη, αφού όμως τα γερμανοελληνικά μου δεν είχαν να μου προτείνουν κάτι καλύτερο, πέρασα στα γερμανοαγγλικά.
Το ίδιο το PONS, στη γερμανοαγγλική του έκδοση, είναι πολύ πιο πλούσιο:
1. zusammenwachsen (zusammenheilen):
zusammenwachsen = to knit [together], zusammenwachsen Knochen = to knit [together] (bones), zusammenwachsen Wunde | to heal [up] (wound)
sie hat zusammengewachsene Augenbrauen = her eyebrows meet in the middle
2. zusammenwachsen (sich verbinden):
zusammenwachsen = to grow together, mit etw dat/zu etw dat zusammenwachsen = to grow into sth
die früher eigenständigen Gemeinden sind inzwischen zu einer großen Stadt zusammengewachsen = the previously autonomous communities have meanwhile grown together into a big city
Μερικές επιπλέον ιδέες δίνει και το γερμανοαγγλικό dict.cc, όπου εμφανίζονται και όροι των οικονομικών:
zusammenwachsen = to coalesce, to consolidate, to grow together
Zusammenwachsen {n} = consolidation, confluence [merging], integration, merging,
Zusammenwachsen {n} der Augenbrauen [Synophrys]= confluence of eyebrows, med. [synophrys]
Επομένως, μην περιοριστείτε στην πρόταση «σύμφυση» (τουλάχιστον αυτών) των δύο γερμανοελληνικών λεξικών και, αν θέλετε, προσθέστε εδώ προτάσεις για αποδόσεις στα ελληνικά.
Α, και για να μην ξεχάσω από πού ξεκίνησα: Υπάρχει κάποιος επίσημος όρος γι' αυτή τη συνένωση/συγκόλληση/συνάθροιση των μονογονεϊκών οικογενειών; Και ποια απόδοση θα χρησιμοποιούσατε εσείς στον καθημερινό σας λόγο;
Να σημειώσω απλώς ότι πολύ κοντινή περιγραφή αυτής της χρήσης δίνει το free dictionary (2ος ορισμός):
zu•sạm•men•wach•sen (ist) [Vi] =
2. <άνθρωποι> wachsen zusammen: δύο ή περισσότεροι άνθρωποι γίνονται σταδιακά (στενοί) φίλοι