Από το πανεπιστήμιο ακόμα (είμαι γιατρός), θυμάμαι στα συγγράμματα να χρησιμοποιείται ο όρος
"σύγκλειση" (π.χ. η εικόνα από σύγραμμα του 1971), οπότε δεν είχα αναλογιστεί ποτέ πώς πρέπει να γράφεται. Η επιμελήτρια ενός κειμένου που μετέφραζα, η οποία έχει και πτυχίο οδοντιατρικής, διόρθωσε στο κείμενο το σύγκλειση > σύγκλιση. Στην οδοντιατρική, όπως φαίνεται και στα λεξικά, η σύγκλειση έχει συγκεκριμένη χρήση. Αναζητώντας σχετικές πηγές, η επιμελήτρια μού έστειλε και το
παρακάτω, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι μπορεί να σημαίνει και "
shut close,
close" (βλ. τα παραδείγματα). Δεν υπάρχει κάποια αναλογία με το κλείσιμο του χειρουργικού τραύματος συμπλησιάζοντας τα χείλη του τραύματος;
ut. συγκλείσω: Ion.
συγκληΐω, fut
συγκληΐσω: old Att.
ξυγκλήω, fut. συγκλῄσω: Ep. aor.
A συνεκλήϊσσα
Nonn. D. 48.309:—Pass., aor. συνεκλείσθην, old Att.
ξυνεκλῄσθην: pf. συγκέκλειμαι Isoc.15.68, but συγκέκλεισμαι Men.670, D.S.15.63,
v.l. in E.
Hec. 487; old Att.
ξυνκέκλῃμαι, Ion.
συγκεκλήιμαι (v. infr.):—
shut or
coop up,
hem in,
enclose,
Hdt.4.157, 7.41; ξυγκλήω τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67;
πρὶν συγκλεῖσαι (
sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist.
HA533b26; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στῆθος Id.
PA654b35; συγκλείω τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8; εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2 (Pass.);
συγκλείω [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in
matter, Plu.2.426b;
[ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—Pass.,
λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι
Hdt.7.129; τὸ στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆς -είεται Hp.Aër.21; συγκλείω εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32;
ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.
Hec.487.
2 generally, of straits or difficulties, τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3; εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10:—Pass.,
συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς
χαλεπὸν . .
συγκεκλεισμένος βίον = '
cabined,
cribbed,
confined', Men.
l.c.
3
pit against one another,
set to fight as in the lists, οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι . . ξυνέκλῃσαν E.
Andr.122 (lyr.).
4 ὁ
συγκλείων =
smith,
LXX 4 Ki.24.14:—Pass.,
χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.
3 Ki.6.20.
II
shut close,
close,
στόμα E.
Hipp.498;
ὄμμα Id.
Hec.430,
Ion 241; τὰ
βλέφαρα X.Mem.1.4.6 (Pass.); ξυγκλήω τὰς πύλας Th.4.67; συγκλείω τὰς θύρας Aeschin.1.74; συγκλείω τὰς θυρίδας Gal.16.578: abs.,
σύγκλῃε =
shut the doors,
Ar.Ach.1096;
συγκλείω τὰ δικαστήρια =
close the
courts, Id.
Eq.1317; τὰ
καπηλεῖα Lys.
Fr.1.3;
συγκλείω τοὺς ὀφθαλμούς close them
up by
blows, D.54.8:—Pass., τὸ
δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48 codd. (
συνεκέκλῃτο Sauppe); of
bivalve fish, Arist.
HA 528a16; of
eyebrows,
come together, Hp.
Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.
Ther.2.
2 intr. in Act.,
ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the
season was now
closing in, i.e. the
days becoming
shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; τοῦ καιροῦ συγκλείοντος εἰς χειμῶνα
GDI3087.19 (Chersonesus).
III
close jointly, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων
IG12.91.17.
IV
συγκλείω τὰς ἀσπίδας lock their
shields,
X.Cyr.7.1.33: hence, abs.,
close up the
ranks, Th.4.35;
τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a
gap in the
line, Id.5.72.
2
connect closely together, τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6;
ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well
linked or
compacted, E.
Ba.1300; ς. (
sc. τὴν πόλιν) εἰς ταὐτόν Pl.
Criti.117e, cf.
Ti.76a, etc.; συγκλείω τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24, cf. 15.68 (Pass.):—Pass., συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.
HG5.2.19.
V
conclude,
complete,
λόγον,
διάνοιαν, A.D.
Adv.121.1,
Synt.66.8:—Pass., ib.11.9.
⇢ Abbreviations:
ALL |
General |
Authors & Works