Αναδημοσιεύω εδώ κείμενο του Σάκη Σεραφείμ (Zazula) από τον τοίχο του στο Facebook για όσους δεν περνάνε από εκεί αλλά και γιατί στο Facebook θάβονται γρήγορα τα κείμενα.
«ΕΙΝΑΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΑΥΤΗ Η ΛΕΞΗ!»
Στα γλωσσικά θέματα, οι «λεκτικοί ανυπαρξιστές» παρατηρώ ότι ανήκουν κατά περίπτωση σε τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
① «Δεν την έχω ακούσει αυτήν τη λέξη ποτέ, άρα δεν υπάρχει!» Προφανώς για ορισμένους όχι μόνον είναι απόλυτα εφικτό να γνωρίζουν την «όλη» γλώσσα, με το σύνολο ακόμη και των σπανιότερων λέξεών της, αλλά και όλες τις υπογλώσσες, όλες τις διαλέκτους, όλη την αργκό, όλες τις ειδικές γλώσσες όλων των γνωστικών, επιστημονικών και επαγγελματικών πεδίων.
② «Άνοιξα ένα λεξικό και δεν βρήκα αυτήν τη λέξη, άρα δεν υπάρχει!» Προφανώς ορισμένοι νομίζουν πως τα λεξικά είναι κατάλογοι που προδιαγράφουν ποιες λέξεις είναι «υπαρκτές», κι επομένως είναι *εκείνα* που ορίζουν το επιτρεπτό στη χρήση — κι όχι το αντίθετο (δηλαδή η χρήση, αφότου έχει αποτυπωθεί σε προφορικό και/ή γραπτό λόγο, κατόπιν να αποδελτιώνεται *κατά ένα μέρος της* και λεξικογραφικά).
③ «Δεν θα την χρησιμοποιούσα ποτέ εγώ αυτήν τη λέξη, άρα δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει!» Εδώ περνάμε από την αλαζονεία τής παντογνωσίας (αφού δεν την ξέρω ΕΓΩ, σημαίνει ότι είναι ανύπαρκτη) του σημείου ①, στην αλαζονεία τής πρότερης προσωπικής ευλογίας (αφού δεν την χρειάζομαι ΕΓΩ, δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιείται από κανέναν· αφού δεν νιώθω την ανάγκη να την πω ΕΓΩ, η λέξη αυτή δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης).
④ «Δεν καταλαβαίνω πώς διαφοροποιείται σημασιακά από κάποια άλλη λέξη που ήδη γνωρίζω ή χρησιμοποιώ, άρα δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει!» Η προσέγγιση αυτή είναι σύνηθες να συνοδεύει μια αδυναμία ή απροθυμία διάκρισης των λεπτών διαφοροποιήσεων που αναπόφευκτα συνοδεύουν διαφορετικά περικείμενα: εντελώς ενδεικτικά, τέτοιες προκύπτουν από τα διαφορετικά επίπεδα ύφους στη γενική γλώσσα, καθώς και από τις ορολογικές ανάγκες διαφορετικών πεδίων στις ειδικές γλώσσες. Επίσης, μια τέτοια στάση αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως ένα σύνολο ζευγών λέξεων-σημασιών όπου οι σχέσεις εντός των ζευγών είναι αυστηρά αμφιμονοσήμαντες: «αυστηρά μία και μόνο λέξη για κάθε σημασία»· όμως από πουθενά δεν προκύπτει ούτε ανάγκη ούτε λογική που να υπαγορεύει κάτι τέτοιο — δεν θα ζητήσουμε π.χ. να καταργηθούν οι λέξεις πετεινός κι απίδι επειδή υπάρχουν και οι λέξεις κόκορας κι αχλάδι.
⑤ «Δεν μου αρέσει προσωπικά αυτή η λέξη, άρα δεν πρέπει να της επιτραπεί να υπάρχει!» Εδώ το ΕΓΩ που είδαμε προηγουμένως στα σημεία ① και ③ αναλαμβάνει πάλι δράση: τώρα πρόκειται για προσπάθεια επιβολής τού προσωπικού αισθητηρίου στη γλώσσα — αφού δεν αρέσει σε ΕΜΕΝΑ, δεν πρέπει να αφεθεί να λέγεται τέτοια λέξη. Και τι μπορεί να τριγκάρει κάποιον και να στοχοποιεί μια συγκεκριμένη λέξη; Πρακτικά οτιδήποτε: μπορεί να του φαίνεται *υπερβολικά* λόγια ή λαϊκή ή μεταφορική/«ακυριολεκτική» ή αρχαιοπρεπής ή διαλεκτική ή ξενική ή λαϊκότροπη ή αργκοτική ή προϊόν ξενισμού ή κακοσχηματισμένη ή περιθωριακή ή αποτέλεσμα παρανόησης ή άκομψη ή κακόηχη ή ό,τι άλλο τού φανεί του γλωσσοστεφανή.
⑥ «Μου την κοκκίνισε ο ορθογράφος/διορθωτής αυτήν τη λέξη, άρα δεν υπάρχει!» Κατ' ουσίαν πρόκειται για παραλλαγή τού σημείου ② παραπάνω, ενίοτε χρησιμοποιείται δε και ενισχυτικώς επιχειρηματολογικά. Εδώ δεν έχουμε μόνον άγνοια του πώς λειτουργεί η λεξικογραφία, αλλά και οι ορθογράφοι. Και για να τελειώνουμε με το θέμα αυτό: Υπάρχουν όντως περιστάσεις όπου ο λόγος όχι απλώς πρέπει να είναι φροντισμένος με συγκεκριμένο τρόπο, αλλά και που υφίστανται ρητές προδιαγραφές για αυτό — ένας οδηγός γραφής, λογουχάρη, ή style guide/manual που λένε και στο χωριό μου. Εκεί *ναι*, υπάρχει πράγματι επιτρεπτό και μη — αλλά εκεί έχουμε να κάνουμε με μια συγκεκριμένη εφαρμογή της γλώσσας κι όχι με την «όλη» γλώσσα. Εκεί είναι σαν να έχουμε ένα έργο για άλτο τρομπόνι· το ότι αναγκαστικά θα κινείται περιοριστικά στο εύρος A2-G5 δεν σημαίνει κι ότι δεν υπάρχουν κι άλλες νότες εκτός αυτού του εύρους — ή, ακόμη χειρότερα, ότι δεν έχουν χρησιμότητα ή λόγο ύπαρξης.
⑦ «Αυτήν τη λέξη την χρησιμοποιούν άνθρωποι που αντιπαθώ ή που τους αντιμάχομαι, άρα δεν θέλω να υπάρχει!» Δεν διαφωνώ ότι οι λέξεις έχουν δύναμη — και συχνότατα εργαλειοποιούνται ή χρησιμοποιούνται ως όπλα σε ιδεολογικούς, πολιτικούς ή όποιους άλλους αγώνες. Όμως μην πολεμάτε και μην βαράτε τις λέξεις — περιορίστε τη μάχη στις ιδέες. Ας λέει ο καθείς αυτό που θέλει όπως επιλέγει να το λέει, ας κρίνεται για το περιεχόμενο των λόγων του κι όχι για το πώς αντιλαμβάνεται ο καθένας μας την ορθοέπειά του — κι ας ασχοληθούμε λίγο με τις έννοιες που ορίζουν τα της ζωής και του κόσμου μας, κι όχι με το πώς αυτές σε διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις εκφράζονται μορφοποιούμενες στις λέξεις τού καθενός μας.
Το να συνεννοηθούμε είναι μακράν ουσιωδέστερο, σημαντικότερο — και κρισιμότερο.