Το περιεχόμενο του σημειώματος αυτού ξεκίνησε από μια ανάρτησή μου στο FB: https://bit.ly/2UbatyA Η λίστα είναι δυναμική και εμπλουτίζεται με τη συμμετοχή εκεί, αλλά τι ίδιο μπορεί να συνεχιστεί και εδώ — για την ακρίβεια, δίνουμε ανοιχτή πρόσκληση!
ΣΥΜΦΡΑΣΕΙΣ με σκοπούμενη τη σημασιακή διαφοροποίηση:
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ (ενδεικτική, μη εξαντλητική καταγραφή):
- αγκούσα (μεταφορικά η πνιγερή ζέστη)
- αναβρασίλα (υπερβολική ζέστη ‖ κουφόβραση)
- ανάκαμα (θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός ‖ κουφόβραση)
- αυχμή, αυχμός (νεώτ. ειδ. σημασία· αναφέρει ο Δημητράκος: «θερμή και πνιγηρά καιρική κατάστασις· η εν είδει βαθυτεφρόχρου καπνού πύκνωσις της ατμοσφαίρας παρατηρουμένη εις τον ορίζοντα κατά τας ημέρας υπερβολικού και ξηρού καύσωνος»· λημματογραφείται και στο Αντιλεξικό και στον Γεωργακά με την ίδια σημασία)
- άψη (καύσωνας)
- βράστη (δωδεκανησιακά & κυπριακά)
- βλάγκα (η αφόρητη ζέστη στα κυπριακά)
- γαϊδουροκαλόκαιρο (υπερβολική ζέστη κατά το καλοκαίρι, από τη σύμφραση «γαϊδουρινή ζέστη» ‖ το λεγόμενο και «μικρό καλοκαιράκι» —λες και δεν μας έφτανε το μεγάλο— παναπεί ζέστη κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο)
- γιαγκίνι, γιανκίνι (μεταφορικά η αφόρητη ζέστη)
- γκάιλας, κάιλας (ηπειρώτικο)
- γκάλιουρας (ηπειρώτικο)
- διάκαυμα (υπερβολικός καύσωνας)
- ζάμπουρας, ζάπουρας (Κοζάνη)
- ζαντούχα (διαλεκτ.· ζέστη με υγρασία)
- ζέστα (η αλλαγή στην κατάληξη δίνει εδώ και σημασιακή διάκριση, δεν πρόκειται απλώς για παράλληλο τύπο· δίνεται έμφαση κι επίταση στον χαρακτηρισμό της ζέστης)
- ζέστη
- ζεστοκόπημα (εκφραστικότατη λέξη — κι αυτεπεξηγούμενη)
- θάλπος (η ευχάριστη ζεστασιά — εφικτή μόνον σε σοβαρές εποχές του χρόνου, ήτοι κατά τον χειμώνα)
- ηλιόκαμα, ηλιόκαυμα, λιόκαμα (στην αρχική, κυριολεκτική του σημασία)
- ηλιοπύρι, λιοπύρι
- καβούρντισμα (μεταφορικά το λιοπύρι· το αποτέλεσμα από το να σε ψήνει και να σε κατακαίει ο ήλιος: «δεν άντεχε άλλο καβούρντισμα κάτω απ’ τον ήλιο», «τον άφησα για τιμωρία τρεις ώρες το μεσημέρι έξω στην αυλή και τον καβούρντισε ο ήλιος»)
- κάμα, καύμα (η υπερβολική ζέστη)
- καμίνι (μεταφορικά)
- καρακαμπίλα, καρκαμπίλα (ο καυτός ήλιος)
- κατάκαυση (καύσωνας)
- καύσος (αρσ. & ουδ., στην αρχική του σημασία κι όχι στην ιατρική)
- καύσωνας (για τους Έλληνες δημοσιογράφους: οποτεδήποτε μετά την εαρινή ισημερία έχουμε Τ>25,1 ℃)
- κάψα (στην αρχική της σημασία· ασυσχέτιστη με την ομώνυμη λ. «κάψα» “στερεό περίβλημα”)
- κάψωμα
- κουκουμιδιά (άπνοια με αποπνικτική υγρασία στα λευκαδίτικα)
- κουφόβραση (πνιγηρή ατμοσφαιρική κατάσταση σε θερμή και υγρή θερινή ημέρα κατά την οποία υπάρχει άπνοια)
- κυνόκαυμα (τα κυνικά καύματα, λαογρ. «τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού», δλδ οι θερμότερες μέρες Ιουλίου και Αυγούστου)
- λάβα (μεταφορική και διαλεκτική χρήση)
- λάβρα
- λαλλάρα, λαλλαροπυρά (ο καύσωνας στα κυπριακά)
- λίβας (στη συνεκδοχική του χρήση, για την καυτή ατμόσφαιρα ακόμη κι αν δεν φυσά ιδιαίτερα κάποιος άνεμος)
- λίλιρη, (Νάξος), λίλιρο (ικαριώτικο· θολούρα λόγω μεγάλης ζέστης)
- μαλάτσα (διαλεκτ.· άπνοια με πολλή ζέστη κι υγρασία)
- μουγκάδα, σκουράδα (μεταφορικά η κατάσταση που περιγράφει η λ. αυχμός, βλ. λ.)
- νεφόκαμα (ταυτόχρονα νεφελώδης και ζεστός καιρός)
- ντάβανος (διαλεκτ.· μεταφορικά η αφόρητη ζέστη· κ. στην έκφρ. «βαράει ο ντάβανος»)
- πύρα, πυράδα, πυρή, πύρι
- πύρουλλος (ο καύσωνας στα κυπριακά)
- σαραντάρια (κυρ. στην έκφρ. «χτυπάει σαραντάρια»)
- συννεφόκαμα, συνεφόκαψη (συννεφιά και πολλή ζέστη, κουφόβραση)
- τεμποχορχόρα (ο καύσωνας στα καλιαρντά)
- τσιγάρισμα (βασανιστική κατάσταση από αφόρητη ζέστη)
- φάκλα (ανυπόφορη ζέστη· Ξηρόμερο, Αιτωλοακαρνανία)
- φούρνος (μεταφορικά)
ΣΥΜΦΡΑΣΕΙΣ με σκοπούμενη τη σημασιακή διαφοροποίηση:
- αφόρητη ζέστη
- ζέστα καμωνή (ποντιακά)
- ήλιος με κέρατα
- κύμα καύσωνα
- κώλος της πυράς (κυπριακά)
- μίνι καύσωνας
- ντάλα ήλιος
- πρωτοφανής καύσωνας (παναπεί ίδιος με χθες)
- φωτιά και λάβρα (στην κυριολ. σημ.)
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ (ενδεικτική, μη εξαντλητική καταγραφή):
- άναψ' η γρούντα μ' (έσκασα από τη ζέστη· Εύβοια)
- α ψήσ' τσοφς (Κρήτη για το «θα ψήσει τους όφεις»· βλ. «ψήνει τα φίδια»)
- βγάζω την μπέμπελη
- βράζει ο τόπος
- βούλωσα (έσκασα από τη ζέστη· Μεσσηνία)
- έσπασαν τα θερμόμετρα
- κάψωσα (αισθάνομαι υπερβολική ζέστη)
- λιβάκωσα (έσκασα από τη ζέστη)
- με βάρεσε/χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι
- μου ’ρθε ζάτκας (διαλεκτ.)
- πέθναμαν απτζέστα (κάνει ζέστα θεσσαλικών προδιαγραφών)
- σκάει ο τζίτζικας· σκάει η πέτρα [στον ήλιο]
- σκάω απ’ τη ζέστη (κ.ά. ρήματα όπως ζαβλακώθηκα, λιβακώθηκα, μπάφιασα, τζαμάλιαξα κ.λπ.)
- σφίξανε οι ζέστες
- τηγανίζεις αυγά στο καπό
- τζιτζιλιάζομαι (κατακαίγω το σώμα μου από την πολλή ζέστη· Ανεμώτια, Λέσβου)
- χτύπησε κόκκινο ο υδράργυρος
- ψήνει τα φίδια
Last edited: