Βλέπω ότι αυτή η μεταφορική σημασία του κρεμάω (= αθετώ μια υπόσχεση ή υποχρέωση, αφήνω κάποιον εκτεθειμένο) δεν υπάρχει στο ΛΚΝ και στο ΛΝΕΓ(εκδ. 2002). Πόσο πρόσφατη είναι άραγε;
Στο ΛΚΝ υπάρχει πάντως, το ξέρω επειδή το έψαξα πρόσφατα:
κρεμώ[kremó] & -άω, -ιέμαιΡ10.4:1. στερεώνω κτ. σε ψηλό σημείο αφήνοντας ελεύθερο το κάτω του άκρο: ~ τις κουρτίνες / τους πίνακες. H τσάντα αυτή κρεμιέται από τον ώμο. Tα ρούχα είναι κρεμασμένα στην ντουλάπα.ΦΡ ~ κπ., αθετώ την υπόσχεσή μου: Mε κρέμασε και δεν ήρθε στον κινηματογράφο, όπως είχε υποσχεθεί.
Στο ΛΝΕΓ (Γ΄ έκδοση, 2008) δεν τη βρήκα.
Στο ΧΛΝΓ της Ακαδημίας υπάρχει επίσης: κρεμάω κάποιον (μτφ.-προφ.): τον αφήνω εκτεθειμένο: Μια φορά την χρειάστηκα και με κρέμασε (=πούλησε) || κρέμασε την ομάδα με την αστοχία του.
3. αφήνω κάποιον να περιμένει μάταια στο ραντεβού που του είχα κλείσει: «είχα ραντεβού μ’ έναν φίλο μου, αλλά το ξέχασα και τον κρέμασα». 4. εγκαταλείπω κάποιον τη στιγμή που μου ζητάει βοήθεια, ενώ ήταν σίγουρος πως θα τον βοηθήσω: «μου ζήτησε λεφτά σε μια περίοδο που είχα σοβαρά προβλήματα και τον κρέμασα». 6. (στη γλώσσα του θεάτρου) δεν απαντώ αμέσως σε ένα διάλογο, δεν ατακάρω στην ώρα μου με αποτέλεσμα να δημιουργείται κενό και να αφήνω εκτεθειμένο το συμπρωταγωνιστή μου: «έχε το νου σου σ’ αυτή τη σκηνή, γιατί συνέχεια με κρεμάς».
Για να τα έχουμε κι εδώ (επειδή από του Κάτου δεν γίνεται απλή αντιγραφή, πάω προβολή κώδικα σελίδας > επιλογή > αντιγραφή > επικόλληση).