Καλημέρα σε όλους,
Είναι συνώνυμα; Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά με τη σημασία της ομάδας ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά (όχι χρώμα δέρματος); Κυρίως αναφέρομαι σε πριπτώσεις αρχαίων λαών, π.χ. όπως οι Φράγκοι. Θεωρείτε λάθος τη φράση "Η Γαλλία πήρε το όνομά της από τους Φράγκους, γερμανική φυλή που νίκησε τους Γαλάτες...". Στο ΛΚΝ τα δίνει ως συνώνυμα, αλλά με προβληματίζουν τα παραδείγματά του.
από ΛΚΝ:
φύλο
2. σύνολο ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά· φυλή, εθνότητα: Bαρβαρικά / γερμανικά / νομαδικά φύλα.
φυλή
1. (ανθρωπολ.) μεγάλη και (γεωγραφικά) ενιαία ομάδα ανθρώπων με ορισμένα κοινά ή παρόμοια κληρονομικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, μαλλιά, σχήμα κεφαλιού κτλ.): Λευκή / κίτρινη / μαύρη ~. Σπάνια / άγρια / πρωτόγονη ~. Άρια* ~. 2. έθνος, εθνότητα: Tα πεπρωμένα της ελληνικής φυλής. (έκφρ.) το δαιμόνιο* της φυλής. 3. (βιολ.) υποδιαίρεση είδους: Οι ανθρώπινες φυλές. [λόγ. < αρχ. φυλή `γενιά, ομά δα ατόμων με κοινό τόπο διαμονής΄ σημδ. γαλλ. race & αγγλ. race, tribe]
Είναι συνώνυμα; Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά με τη σημασία της ομάδας ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά (όχι χρώμα δέρματος); Κυρίως αναφέρομαι σε πριπτώσεις αρχαίων λαών, π.χ. όπως οι Φράγκοι. Θεωρείτε λάθος τη φράση "Η Γαλλία πήρε το όνομά της από τους Φράγκους, γερμανική φυλή που νίκησε τους Γαλάτες...". Στο ΛΚΝ τα δίνει ως συνώνυμα, αλλά με προβληματίζουν τα παραδείγματά του.
από ΛΚΝ:
φύλο
2. σύνολο ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά· φυλή, εθνότητα: Bαρβαρικά / γερμανικά / νομαδικά φύλα.
φυλή
1. (ανθρωπολ.) μεγάλη και (γεωγραφικά) ενιαία ομάδα ανθρώπων με ορισμένα κοινά ή παρόμοια κληρονομικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, μαλλιά, σχήμα κεφαλιού κτλ.): Λευκή / κίτρινη / μαύρη ~. Σπάνια / άγρια / πρωτόγονη ~. Άρια* ~. 2. έθνος, εθνότητα: Tα πεπρωμένα της ελληνικής φυλής. (έκφρ.) το δαιμόνιο* της φυλής. 3. (βιολ.) υποδιαίρεση είδους: Οι ανθρώπινες φυλές. [λόγ. < αρχ. φυλή `γενιά, ομά δα ατόμων με κοινό τόπο διαμονής΄ σημδ. γαλλ. race & αγγλ. race, tribe]