Καλησπέρα,
υπάρχει μια σημασία του ρ. cap - to follow with something more noticeable or more significant : OUTDO (Merriam-Webster) - η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνταν τα αττικά σκόλια:
As the central concept of his analysis, C. chooses capping, a structure that is defined by him as follows: “usually between two but sometimes more speakers or singers, one participant sets a topic or theme in speech or verse to which another responds by varying, punning, riddling, or cleverly modifying” (p. ix). This performance technique is discussed in tragic and comic stichomythia, Platonic dialogue, sympotic performance of elegy, skolia and related verse games, and rhapsodic performance of epic.
Στο LSJ το capping εμφανίζεται στο λήμμα ἀνταπόδοσις:
2 Rhet., parallelism or opposition of clauses in a periodic sentence, Demetr.Eloc.23, cf. 250; in a simile, correspondence with the object of comparison, Quint. Inst.8.3.77.b Gramm., correlativity of words such as τοιοῦτος, οἷος, A.D.Synt.54.1.c answering clause, Hermog.Id.1.11, 2.1; v l. in A.D.Synt.20.6.3 capping verses, as a subject of competition, Michel913 (Teos).
Η επιγραφή στην οποία παραπέμπει στο τέλος το λεξικό είναι αυτή της εικόνας, όπου γράφει απλώς ὑποβολῆς ἀνταποδόσεως (ὑποβολή = ραψωδία) - νομίζω πως το νόημα είναι πάλι σαφές.
Φαντάζομαι, λοιπόν, πως η "ανταπόδοση" είναι ίσως μια πιθανή απόδοση, ειδικά στα συμφραζόμενα μιας φιλολογικής μελέτης.
Ωστόσο, βρίσκω στο Urban Dictionary και το εξής:
Capping was a word used back in the late 80's early 90's that described a form of word battle. Saying someone's shoes were bought at K-Mart would be a form of capping. Basically it's a form of putting someones cloths or style down. It was common to hear someone say "ohhh you got capped on!"
"You must go to church allot with all them holes in your shoes!". The holes in the shoes meaning they looked holy. Someone else who heard the cap would say something like, "You just got capped on!". Capping was common with wannabe rappers.
Το βιβλίο από όπου προέρχεται το παράθεμα είναι του 2004, όχι πολύ μακριά από τα early 90's του UD.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν:
(α) πόσο παλιά μπορεί να είναι αυτή η σημασία του cap τελικά; αν ανάγεται μόλις στη δεκαετία του '80, τι δουλειά έχει στο LSJ; ή έχει εκεί μια ελαφρώς διαφορετική σημασία;
(β) μήπως ο συγγραφέας (ο οποίος είναι βέβαια κλασικός φιλόλογος, αλλά δεν είναι αδιανόητο να έχει επαφή και με τη rap), είχε στο μυαλό του αυτή τη χρήση μάλλον παρά τη ρητορική που δίνει το LSJ, ή ίσως και τις δύο;
(γ) γνωρίζει κάποιος -πιο streetwise από εμένα- αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο με τον ορισμό του UD για τα ελληνικά;
Κ.
υπάρχει μια σημασία του ρ. cap - to follow with something more noticeable or more significant : OUTDO (Merriam-Webster) - η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο εκτελούνταν τα αττικά σκόλια:
As the central concept of his analysis, C. chooses capping, a structure that is defined by him as follows: “usually between two but sometimes more speakers or singers, one participant sets a topic or theme in speech or verse to which another responds by varying, punning, riddling, or cleverly modifying” (p. ix). This performance technique is discussed in tragic and comic stichomythia, Platonic dialogue, sympotic performance of elegy, skolia and related verse games, and rhapsodic performance of epic.
Στο LSJ το capping εμφανίζεται στο λήμμα ἀνταπόδοσις:
2 Rhet., parallelism or opposition of clauses in a periodic sentence, Demetr.Eloc.23, cf. 250; in a simile, correspondence with the object of comparison, Quint. Inst.8.3.77.b Gramm., correlativity of words such as τοιοῦτος, οἷος, A.D.Synt.54.1.c answering clause, Hermog.Id.1.11, 2.1; v l. in A.D.Synt.20.6.3 capping verses, as a subject of competition, Michel913 (Teos).
Η επιγραφή στην οποία παραπέμπει στο τέλος το λεξικό είναι αυτή της εικόνας, όπου γράφει απλώς ὑποβολῆς ἀνταποδόσεως (ὑποβολή = ραψωδία) - νομίζω πως το νόημα είναι πάλι σαφές.
Φαντάζομαι, λοιπόν, πως η "ανταπόδοση" είναι ίσως μια πιθανή απόδοση, ειδικά στα συμφραζόμενα μιας φιλολογικής μελέτης.
Ωστόσο, βρίσκω στο Urban Dictionary και το εξής:
Capping was a word used back in the late 80's early 90's that described a form of word battle. Saying someone's shoes were bought at K-Mart would be a form of capping. Basically it's a form of putting someones cloths or style down. It was common to hear someone say "ohhh you got capped on!"
"You must go to church allot with all them holes in your shoes!". The holes in the shoes meaning they looked holy. Someone else who heard the cap would say something like, "You just got capped on!". Capping was common with wannabe rappers.
Το βιβλίο από όπου προέρχεται το παράθεμα είναι του 2004, όχι πολύ μακριά από τα early 90's του UD.
Αναρωτιέμαι, λοιπόν:
(α) πόσο παλιά μπορεί να είναι αυτή η σημασία του cap τελικά; αν ανάγεται μόλις στη δεκαετία του '80, τι δουλειά έχει στο LSJ; ή έχει εκεί μια ελαφρώς διαφορετική σημασία;
(β) μήπως ο συγγραφέας (ο οποίος είναι βέβαια κλασικός φιλόλογος, αλλά δεν είναι αδιανόητο να έχει επαφή και με τη rap), είχε στο μυαλό του αυτή τη χρήση μάλλον παρά τη ρητορική που δίνει το LSJ, ή ίσως και τις δύο;
(γ) γνωρίζει κάποιος -πιο streetwise από εμένα- αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο με τον ορισμό του UD για τα ελληνικά;
Κ.