ξίκικη

altan

Member
Καλημέρα σε όλους,
What does the word ξίκικη (Turkish eksik) mean at here? Light? Or a scales which weighs non-accurate (less)? Thanks in advance.

Ο παλιός ολύμπιος θεός έπαιε με τους προσκυνητές του· τη μέρα ήταν ο Δίας ο Αγοραίος, που επιστατούσε στα εμπόρια, να πουληθούν καλά οι κουβέρτες και τα χαλκώματα, τ’αλόγατα και τα γουρούνια· μα χτες τη νύχτα είχε μαζώξει κρυφά τα σύννεφα, για να δει τους ανθρώπους μουσκίδι να σκληρίζουν και να περάσει η ώρα του. Έγινε ο Δίας ο Κατεβάτης και κατέβηκε στη γης. Βροντούσε για να τους φοβερίσει κι έριχνε απανωτές αστραπές για να τους διακρίνει μέσα στο σκοταδι. Έπαιζε. Και το πρωί έδιωξε τα σύννεφα, ο ουρανός, γελασε ολοκάθαρος, κι ο Δίας, αόρατος, πονηρά χαμογελώντας, κάθισε, πάλι, Αγοραίος, στη μέση του πανηγυριού με την ξίκικη ζυγαριά στο χέρι. (From "Ταξιδεύοντας: Ιταλία - Αίγυπτος - Σινά - Ιερουσαλήμ - Κύπρος - Ο Μοριάς")
 
Ναι για το "ξίκικος", αλλά η "ξίκικη" ζυγαριά δεν τα δείχνει βαρύτερα τα προϊόντα;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ναι για το "ξίκικος", αλλά η "ξίκικη" ζυγαριά δεν τα δείχνει βαρύτερα τα προϊόντα;
Από τη μια μεριά. :-) Ελαφρότερα από την άλλη. Αν, όπως καταλαβαίνω από το κείμενο, είναι ζυγαριά με τα δύο τάσια, σαν αυτές που κρατάει η δικαιοσύνη, τότε είναι σκάρτη προς τη μία κατεύθυνση και ο χρήστης (μπορεί να είναι σαράφης, π.χ.) ξέρει πώς θα ζυγίσει, ανάλογα αν αγοράζει ή πουλάει. Συνεπώς, ξίκικη ζυγαριά είναι η συγκεκριμένη, σκάρτη.
 

nickel

Administrator
Staff member
Για δική μας χρήση (δεν θα κάνω μάθημα στον Αλτάν!) και μια και δεν ήρθαν ακόμα οι δικοί μας τουρκομαθείς:
eksik 1. missing, lacking, absent, defect, wanting; 2. less (than); 3. deficient, incomplete, defective, imperfect; 4. deficit. (Langenscheidt)
 

nickel

Administrator
Staff member
Ενδιαφέρον είναι και το λήμμα στο λεξικό του Κάτου:

ξίκικος, -η κ. -ια, -ο, επίθ. [<ξίκι + κατάλ. -ικος], 1. (για πρόσωπα) που του λείπει κάτι από το κανονικό του βάρος και, κατ' επέκταση, που είναι ανώριμος, ελαφρόμυαλος: «πήρε συμβουλές από ξίκικο άνθρωπο και περίμενε να προκόψει!». 2. το ουδ. ως ουσ. το ξίκικο, αντικείμενο που έχει λειψό βάρος, και κατ' επέκταση, αντικείμενο που είναι ακατάλληλο για τη χρήση που αγοράστηκε ή που προορίζεται: «έδωσε ένα σωρό λεφτά γι' αυτό το ξίκικο πράγμα και τώρα δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του». Επίρρ. ξίκικα
- να σου λείπουν τα ξίκικα! άφησε τα ψεύτικα, άφησε τα ψέματα: «αν θέλεις να κάνουμε δουλειά, να σου λείπουν τα ξίκικα, γιατί εγώ θέλω συμφωνίες ντόμπρες και σταράτες!».

 
Και από το Λεξικό της Λαϊκής του Δαγκίτση να προσθέσουμε:
τα έχει ξίκικα (ενν. τα μυαλά): του λείπουν, είναι φυρόμυαλος
 
Top