Incels (/ˈɪnsɛlz/ IN-selz), a portmanteau of "involuntary celibates", are members of an online subculture who define themselves as unable to find a romantic or sexual partner despite desiring one, a state they describe as inceldom. [Wikipedia]
Γι' άλλη μια φορά η αγγλική γλώσσα δείχνει την απίστευτη ευελιξία της, δημιουργώντας με λεκτική διασταύρωση μια πενταγράμματη λέξη (σε θέση ουσιαστικού αλλά και επιθετικού προσδιορισμού· π.χ. incel terrorism) την οποία πολύ φοβούμαι πως θα δυσκολευτούμε να αποδώσουμε στην ελληνική εξίσου συνοπτικά.
Ιδέες για την απόδοση, λοιπόν;
Γι' άλλη μια φορά η αγγλική γλώσσα δείχνει την απίστευτη ευελιξία της, δημιουργώντας με λεκτική διασταύρωση μια πενταγράμματη λέξη (σε θέση ουσιαστικού αλλά και επιθετικού προσδιορισμού· π.χ. incel terrorism) την οποία πολύ φοβούμαι πως θα δυσκολευτούμε να αποδώσουμε στην ελληνική εξίσου συνοπτικά.
Ιδέες για την απόδοση, λοιπόν;