Επίσης:
aufheben/ aufhebung = αναιρώ / αναίρεση.
Γι' αλλού πήγαινα κι έπεσα σ' αυτό το νήμα. Μιας κι έχω ασχοληθεί λίγο με το θέμα, συμπληρώνω:
α) ο Φάρακλας (
Φαινομενολογία του νου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2007) γράφει:
Aufheben: καταργώ-διατηρώ, μάλλον αποδίδει το αναιρώ· αποδίδεται και αίρω. (σ. 47)
Aufheben: αναιρώ, αίρω, αναίρεση, άρση. Aufhebung: αναίρεση, άρση. (γλωσσάρι, σ. 752)
Aυτή η λέξη έχει δεινοπαθήσει από τις μαρξιστικές μεταφράσεις: Δεν σημαίνει υπερβαίνω ή ξεπερνώ. Αυτό θα λεγόταν στα γερμανικά überwinden. Ως γνωστόν, το γερμανικό ρήμα aufheben σημαίνει και σηκώνω κάτι από χάμω, μαζεύω, φυλάω, διατηρώ, και καταργώ, αίρω. Ο Έγελος λέει ότι είναι απαραίτητο στην φιλοσοφία, άρα δεν θα το θεωρεί ιδιαίτερα σπάνιο. [...] Αυτός υπήρξε ο πρώτος που ασχολήθηκε σοβαρά με το νόημα των αρχαίων κειμένων σε αντίθεση με τους σύγχρονούς του φιλοσόφους και την πλειονότητα των μετακαρτεσιανών [...] Κι όντως υπάρχει στ' αρχαία ο αντίστοιχος όρος, αναιρώ, που και σήμερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μαζί με το αίρω, που έχει ανάλογη αμφισημία. (Σχόλια για ορισμένες αποδόσεις όρων, σσ. 775-776)
β) ο Τζωρτζόπουλος (
Φαινομενολογία του πνεύματος, Δωδώνη Εκδοτική ΕΠΕ, 1995) σημειώνει:
Aufheben - πράξη άρσης, αναίρεσης, αναιρείν (Πίνακας γερμανικών όρων και εννοιών, σ. 381)
γ) ο Δημούλης σ' αυτό
εδώ το άρθρο, στις Θέσεις, αναφέρει:
Αποδίδουμε το aufheben/ aufhebung ως αναιρώ/ αναίρεση, δηλ. με όρο που έχει την ίδια δισημία. Περιφραστικές αποδόσεις όπως: "διαλεκτική κατάργηση/ υπέρβαση" ή "υπέρβαση που διατηρεί και μετασχηματίζει την προηγούμενη μορφή" θα ήταν επίσης δυνατές (ΣτΜ).