Πώς το βλέπετε το «μόνον» στην Κοινή Νεοελληνική; Το πετυχαίνω σε κείμενα λόγιου ύφους ως κατάλοιπο της καθαρεύουσας («η περιουσία της Ομοσπονδίας μπορεί να διατεθεί μόνον σε σωματείο...»), αλλά στα λεξικά μοιάζει ν' απουσιάζει τελείως. Θα έλεγα ότι μπορεί να δικαιολογηθεί όταν ακολουθεί φωνήεν, ώστε ν' αποφεύγεται η χασμωδία, αλλά μόνον εκεί.