Έχω κάποιες επιφυλάξεις για το ότι είναι ιδιωματισμός της Νάξου, γιατί το έχω ακούσει από τη γιαγιά μου το (1) και δεν είχε καμία σχέση με τη Νάξο ή άλλα νησιά ή γενικότερα με την Ανατολική Ελλάδα.
Λέγεται ακόμα στη Νάξο, αλλά, τουλάχιστον παλιότερα, δεν βρισκόταν αποκλειστικά εκεί.
Αντιγράφω σχόλιo Ναξιώτισσας γλωσσολόγου από σχετική συζήτηση σε γλωσσική ομάδα στο ΦΒ:
«Και στα ιδιώματα της Νάξου απαντά αυτή η λέξη, κυρίως μέσα σε καταριστικά εκφωνήματα: που να σε φάει η φάουσα, που να φάει η φάουσα τη γλώσσα ντου, που να βγάλεις φάουσα κλπ κλπ.
Αγάπη παντού ωστόσο!»
https://goo.gl/VvaHv3
Σ' εκείνη τη συζήτηση αναφέρθηκε ότι και στη Δυτική Ελλάδα λέγεται (ή λεγόταν) η φάουσα —και με τη σημασία της μοχθηρής γυναίκας, εκείνης που γλωσσοτρώει τους άλλους (ή τους τρώει γενικώς μεταφορικά)— ενώ
η κατάρα στο 3 προέρχεται από την Κέρκυρα (ή και τη Ζάκυνθο):
Άλλωστε, και σε αυτό που πόσταρα παραπάνω το γράφει:
...
Από
κυπριακό αργκοτικό wiki:
[...] Το βρίσκουμε κυρίως στην Κύπρο, αλλά, μεταξύ άλλων, στη Νάξο και την Κέρκυρα. [...] Η λέξη χρησιμοποιείται σε κατάρες σε διάφορα τοπικά ιδιώματα.
Και στην Ιλιάδα, στη μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή, με τη σημασία εκείνης που κατατρώει:
Έτσι έλεγαν, κι ο Αίας με ολάστραφτο χαλκό γοργά αρματώθη,
κι ως όλα τ' άρματα του εφόρεσε τρογύρα στο κορμί του,
χύθηκε ομπρός, σαν το θεόρατο τον Άρη, σύντας τρέχει
να μπει κι αυτός στο απάλε που άνοιξαν θνητοί, απ' το γιο του Κρόνου
σπρωγμένοι, για να στήσουν πόλεμο σε καρδιοφάουσα αμάχη.
...
Για καρτεράει κοντά στη θάλασσα τα γρήγορα άρμενά μας,
όσο με πείσμα κι αν παλεύουμε, να κάψει η φάουσα φλόγα,
κι εμάς αράδα να μας σφάξουνε; τι πια μαθές δεν έχω
τη δύναμη που ανθούσε κάποτε στο λυγερό κορμί μου.
...
Κι η φάουσα μάχη ορθανατρίχιασεν απ' τα μακριά κοντάρια,
που εκράτουν και θέριζαν γύρα τους· και θάμπωναν τα μάτια
απ' τη χαλκένια φλόγα που 'βγαζαν τ' αστραποβόλα κράνη
κι οι φρεσκογυαλισμένοι θώρακες και τα λαμπρά σκουτάρια,
...
Τώρα ξανά στα πελαγόδρομα τα πλοία φωτιά να βάλτε
φάουσα λυσσάτε, τους αντρόκαρδους σκοτώνοντας Αργίτες.
...
Μα κι έτσι, απ' τα καράβια διώχνοντας το χαλασμό, με λύσσα
χύσου στη μάχη μέσα, Πάτροκλε, μην κάψουν τα καράβια
με φάουσα φλόγα, και μας κόψουνε του γυρισμού τη στράτα.
...
«Ομπρός, αλογοδρόμε Πάτροκλε, τρισεύγενε, ξεκρίνω
της φάουσας της φωτιάς το σφύριγμα πλάι στα καράβια τώρα·
μην πάει και πάρουν τα καράβια μας και σίγουρα χαθούμε.
Τ' άρματα φόρα εσύ, το ασκέρι μας εγώ θα πάω να μάσω.