Επειδή έκανα μια αναζήτηση τεκμηρίων για το ότι η σημασία φέτα “είδος τυριού” υπάρχει ήδη από τα τέλη του 19ου αι., προκειμένου να τα χρησιμοποιήσω γι’ αντίκρουση μιας άποψης που εμφανίστηκε στο FB πως τάχατες η λέξη είναι εφεύρημα της δεκαετίας του 1970, κι επειδή είναι βέβαιο πως αυτά στο FB θα χαθούν, τα βάζω εδώ — και προσθέστε κι εσείς ό,τι σχετικό έχετε ή βρίσκετε.
Απλώς να επισημάνω, λόγω και της προέλευσής μου από κτηνοτροφική οικογένεια, ότι η διάκριση φέτα-τελεμές ήταν απόλυτα σαφής και ισχυρή όσο θυμάμαι την οικογένειά μου — η δε χαμηλότερη τιμή του τελεμέ απ’ τη φέτα ίσως και να συνέτεινε (μαζί με άλλα στοιχεία, όπως λ.χ. ο ήχος της λέξης) στην επιβίωση του τελεμέ ως μειωτικού χαρακτηρισμού προσώπων.
«…διά των λόγων της αναιρέσεως διατείνεται ότι ο πωληθείς παρ’ αυτού τυρός δεν ανήκεν εις την κατηγορίαν του τυρού φέτας, δι’ ην πράγματι υπήρχεν η εν τη αποφάσει αναφερομένη αστυνομική διάταξις, αλλ’ ετέραν γνωστήν υπό την ονομασίαν τελεμές, δι’ ην δεν υπήρχεν τοιαύτη ή απόφασις γνωμοδοτικής επιτροπής ότι επωλήθη εις υπερβολικήν τιμήν…» (Θέμις, 1921)
«Περί πωλήσεως τυρού τύπου Αγράφων και φέτας Ελληνικού κατασκευασθέντων εν τη Γεωργική Σχολή Κασσαβετείας κατά την τυροκομικήν περίοδον του 1903» (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 1903)
«φέτα (η) Είδος λευκού μαλακού τυριού διατηρουμένου εντός άλμης» (Λεξικό Πρωίας, τόμ. Β, σελ 2272, έτος έκδοσης 1932)
«Προς τούτο πρέπει να ληφθώσιν ειδικά διοικητικά, νομοθετικά και οικονομολογικά μέτρα, δι’ ων η αγοραία τιμή τινών τουλάχιστον ζωικών τροφίμων, όπως των ωών, τού γάλακτος και των κοινοτέρων ειδών του τυρού (φέτας, κασσερίου και άλλων σκληρών τυρών), ως και των ευθηνοτέρων ειδών των κρεάτων και των ιχθύων, νωπών ή αλιπάστων, ελαττωθή κατά το δυνατόν εις τιμάς επιτρέπουσας την συχνοτέραν χρήσιν των τροφίμων τούτων υπό των απορωτέρων τάξεων.» (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 468, έτος 1937)
«Τυρί· […] φέτα· τουλουμοτύρι· τουλουμίσιο· κασέρι […]» (Συνώνυμα και συγγενικά: τέχνες και σύνεργα / Πέτρου Βλαστού, σελ. 279, έτος έκδοσης 1931)
«τυρός φέτα» (Κυθηραϊκή Επιθεώρηση, 1923)
Ο όρος «τυρός εν άλμη (φέτα, τουλουμοτύρι)» εμφανίζεται στη Στατιστική Επιθεώρηση της Ελλάδος από το 1931, με στοιχεία από το 1927. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι η συγκεκριμένη αναφορά έχει να κάνει με εισαγωγές (παρότι “Π.Ο.Π.” η «φέτα», με τα σημερινά δεδομένα). Η ΣΕΕ του 1931 ήταν η δεύτερη που εκδόθηκε, σε εκείνη του 1930 η αναφορά ήταν σε «τυρό εν γένει». Τις αντίστοιχες χρονιές ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή δεν εξειδικεύεται σε «φέτα», αλλά σε «τυρό λευκό» — πράγμα εύλογο, καθότι επιτρέπει συμπερίληψη σαφώς φθηνότερων της φέτας άσπρων τυριών.
«Το πρόσωπόν του απέκτησε την λευκότητα τυρού φέτας. Η επιδερμίς του έστιλβεν ως επιφάνεια δοχείου ελαίου. Αι παρειαί του εκοκκίνιζαν ως κοκκινογούλια και τα μέλη του, εν γένει, απέσταζαν, ούτως ειπείν, λίπος.» (Ο βασιλεύς της Ξηροκαμπιάς / Δημητρίου Ηλιάδου, σελ. 33, έτος έκδοσης 1924)
«Η οικογένεια Παπαδέλη δειπνούσε, στριμωγμένη στο μακρύ τραπέζι. Απλό φαΐ. Λίγο κρέας με φασόλια, φανερό περίσσεμα του μεσημεριού. Μια μεγάλη αγγουροντοματοσαλάτα, τυρί φέτα, και ψωμί. Μπόλικο ψωμί, χορταστικό, που το κατέβαζαν τα έξη παιδιά με μεγάλες μπουκιές. Όλοι, εξόν απ’ τη μητέρα, τρώγαν λαίμαργα, και σιωπηλοί, αφοσιωμένοι στο φαΐ και στους συλλογισμούς τους.» (Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του / Μ. Καραγάτσης, Νέα Εστία, τόμος ΚΓ, σελ. 540, έτος 1938)
Απλώς να επισημάνω, λόγω και της προέλευσής μου από κτηνοτροφική οικογένεια, ότι η διάκριση φέτα-τελεμές ήταν απόλυτα σαφής και ισχυρή όσο θυμάμαι την οικογένειά μου — η δε χαμηλότερη τιμή του τελεμέ απ’ τη φέτα ίσως και να συνέτεινε (μαζί με άλλα στοιχεία, όπως λ.χ. ο ήχος της λέξης) στην επιβίωση του τελεμέ ως μειωτικού χαρακτηρισμού προσώπων.
«…διά των λόγων της αναιρέσεως διατείνεται ότι ο πωληθείς παρ’ αυτού τυρός δεν ανήκεν εις την κατηγορίαν του τυρού φέτας, δι’ ην πράγματι υπήρχεν η εν τη αποφάσει αναφερομένη αστυνομική διάταξις, αλλ’ ετέραν γνωστήν υπό την ονομασίαν τελεμές, δι’ ην δεν υπήρχεν τοιαύτη ή απόφασις γνωμοδοτικής επιτροπής ότι επωλήθη εις υπερβολικήν τιμήν…» (Θέμις, 1921)
«Περί πωλήσεως τυρού τύπου Αγράφων και φέτας Ελληνικού κατασκευασθέντων εν τη Γεωργική Σχολή Κασσαβετείας κατά την τυροκομικήν περίοδον του 1903» (Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, 1903)
«φέτα (η) Είδος λευκού μαλακού τυριού διατηρουμένου εντός άλμης» (Λεξικό Πρωίας, τόμ. Β, σελ 2272, έτος έκδοσης 1932)
«Προς τούτο πρέπει να ληφθώσιν ειδικά διοικητικά, νομοθετικά και οικονομολογικά μέτρα, δι’ ων η αγοραία τιμή τινών τουλάχιστον ζωικών τροφίμων, όπως των ωών, τού γάλακτος και των κοινοτέρων ειδών του τυρού (φέτας, κασσερίου και άλλων σκληρών τυρών), ως και των ευθηνοτέρων ειδών των κρεάτων και των ιχθύων, νωπών ή αλιπάστων, ελαττωθή κατά το δυνατόν εις τιμάς επιτρέπουσας την συχνοτέραν χρήσιν των τροφίμων τούτων υπό των απορωτέρων τάξεων.» (Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος ΙΒ, σελ. 468, έτος 1937)
«Τυρί· […] φέτα· τουλουμοτύρι· τουλουμίσιο· κασέρι […]» (Συνώνυμα και συγγενικά: τέχνες και σύνεργα / Πέτρου Βλαστού, σελ. 279, έτος έκδοσης 1931)
«τυρός φέτα» (Κυθηραϊκή Επιθεώρηση, 1923)
Ο όρος «τυρός εν άλμη (φέτα, τουλουμοτύρι)» εμφανίζεται στη Στατιστική Επιθεώρηση της Ελλάδος από το 1931, με στοιχεία από το 1927. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, ότι η συγκεκριμένη αναφορά έχει να κάνει με εισαγωγές (παρότι “Π.Ο.Π.” η «φέτα», με τα σημερινά δεδομένα). Η ΣΕΕ του 1931 ήταν η δεύτερη που εκδόθηκε, σε εκείνη του 1930 η αναφορά ήταν σε «τυρό εν γένει». Τις αντίστοιχες χρονιές ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή δεν εξειδικεύεται σε «φέτα», αλλά σε «τυρό λευκό» — πράγμα εύλογο, καθότι επιτρέπει συμπερίληψη σαφώς φθηνότερων της φέτας άσπρων τυριών.
«Το πρόσωπόν του απέκτησε την λευκότητα τυρού φέτας. Η επιδερμίς του έστιλβεν ως επιφάνεια δοχείου ελαίου. Αι παρειαί του εκοκκίνιζαν ως κοκκινογούλια και τα μέλη του, εν γένει, απέσταζαν, ούτως ειπείν, λίπος.» (Ο βασιλεύς της Ξηροκαμπιάς / Δημητρίου Ηλιάδου, σελ. 33, έτος έκδοσης 1924)
«Η οικογένεια Παπαδέλη δειπνούσε, στριμωγμένη στο μακρύ τραπέζι. Απλό φαΐ. Λίγο κρέας με φασόλια, φανερό περίσσεμα του μεσημεριού. Μια μεγάλη αγγουροντοματοσαλάτα, τυρί φέτα, και ψωμί. Μπόλικο ψωμί, χορταστικό, που το κατέβαζαν τα έξη παιδιά με μεγάλες μπουκιές. Όλοι, εξόν απ’ τη μητέρα, τρώγαν λαίμαργα, και σιωπηλοί, αφοσιωμένοι στο φαΐ και στους συλλογισμούς τους.» (Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του / Μ. Καραγάτσης, Νέα Εστία, τόμος ΚΓ, σελ. 540, έτος 1938)