Οι λαϊκές φράσεις, χαρακτηριστικές της ζωής και της κινήσεως
Το «Πώς δεν μου ’σκασες!» και άλλα που έμειναν ιστορικά
Το «Πώς δεν μου ’σκασες!» και άλλα που έμειναν ιστορικά
«ΚΑΙ ΠΩΣ δεν μου ’σκασες!»: η φράσις αυτή είχε γίνει το ψωμί και το τυρί του ελληνικού λαού την εποχή που περιγράφω. Το «πώς δεν μου ’σκασες!» ήταν η απάντησις κάθε Ρωμιού που ήθελε να ειρωνευθεί ή να σατιρίσει άλλο πρόσωπον, φιλικόν ή εχθρικόν. Στην πολιτική σατιρική αρθρογραφία και προπάντων στον ιστορικό και τρομερό Ραμπαγά, που και λανσάρισε αυτή τη φράση ως επωδό της πολιτικής και κοινωνικής πολεμικής του και που με αυτήν έκαιε θαυμαστά σατιρίζοντας τα πάντα, ο λαός γύρευε ένα ψυχικό ανακουφιστικό ξέσπασμα. Και το έβρισκε στη φωνή της δημοσιογραφίας.
«Πώς δεν μου ’σκασες, κυρά μου, με τον χοντρό άντρα στο πλάι σου;» φώναζαν τα περίφημα ξυπόλητα αλητόπαιδα, που είχαν στήσει τότε στραταρχείο στον περίβολο της Βαλλιανείου Βιβλιοθήκης και δεν άφηναν άνδρα, γυναίκα, παιδί να περάσουν χωρίς να τους πειράζουν. Οι γαβριάδες εκείνοι, οι εξαφανισθέντες επί διευθυντού της Αστυνομίας Μπαϊρακτάρη, ήσαν πραγματικά μάστιξ της πρωτευούσης. Οι χωροφύλακες-σταυρωτήδες τους κυνηγούσαν ανηλεώς.
«Πώς δεν μου ’σκασες, μωρή παραμάνα, με τόσο γάλα και τέτοιον πυροσβέστη πλάι σου;» Το «πώς δεν μου ’σκασες» είναι μια πραγματική ιστορική λαϊκή φράσις, που έμεινε στα χείλη του Ρωμιού για χρόνια πολλά. Καμιά άλλη παρομοίας φύσεως —τότε κάθε λίγο ο λαός έβγαζε και μια φράση για να τη μεταχειρίζεται σε κατάλληλη περίσταση— δεν διατηρήθηκε τόσο λαϊκά συνδεδεμένη με τα γεγονότα όσο η περίφημη «πώς δεν μου ’σκασες, παπά;», που βγήκε από την ιστορία της 1ης Σεπτεμβρίου του 1884. Παπάς τις, που παρέμεινε πασίγνωστος τότε, με το όνομα ο παπα-Σκληρός, πήγε το μεσημέρι της 1ης Σεπτεμβρίου του έτους 1884 εις ένα σπίτι παρά τα Χαυτεία διά να τελέσει αγιασμόν επί τη πρώτη του μηνός. Την εποχή εκείνη, από το Παλάτι έως το τελευταίο χαμόσπιτο και φτωχικό, εσυνηθίζετο κάθε πρωτομηνιά ο παπάς της ενορίας να φοράει το πετραχήλι του και κρατώντας την αγιαστούρα να περιφέρεται στα σπίτια της ενορίας και να ψέλνει αγιασμό εξασφαλίζοντας το καλό πέρασμα του νέου μηνός.
Ο παπα-Σκληρός, τύπος εύσωμου και ωραίου ιερωμένου, μόλις εισήλθε στο σαλόνι της παρά τα Χαυτεία οικίας και αντίκρισε την ωραιοτάτην οικοδέσποιναν, επέταξε την αγιαστούρα, ξαπλώθηκε στο ντιβάνι και κάλεσε την πιστήν οικοδέσποινα να τον πλησιάσει, διότι δεν ήτο δυνατόν ν’ ανθέξει εις τα θέλγητρά της. Η καλή οικοκυρά της εποχής εκείνη, νομίσασα ότι έβλεπε ενώπιόν της τον διάβολον μεταμφιεσμένον εις ιερέα, άνοιξε το παράθυρο και άρχισε να φωνάζει. Εις τα φωνάς της έτρεξεν αμέσως ο γείτων καρβουνιάρης, ο οποίος παρέλαβε τον εξ έρωτος καιόμενον παπάν και λυπηθείς να τον σπάσει στο ξύλο, τον μουτζούρωσε καλά και πομπωδώς τον έβγαλε στο δρόμο. Το τι έγινε στα Χαυτεία την ώρα εκείνη και τις άλλες μέρες, ας το φαντασθεί ο αναγνώστης!
Το σκάνδαλον υπήρξε μέγα και η κοινωνία της εποχής εκείνης, που στα πρόσωπα των παπάδων έβλεπε την αγιοσύνη και την οσιότητα, εξεγέρθη. Αναφοραί εστάλησαν προς τον Μητροπολίτην και η κεφαλή του παπα-Σκληρού, επιχειρήσαντος αθέμιτους ερωτικάς πράξεις, εζητείτο να αποκοπεί και να κρεμασθεί στα Χαυτεία. «Αίσχος! Εντροπή!» εφώναζαν όλοι.
Και έγραφε ο Ραμπαγάς:
Ένας παπάς, τραγόπαπας, την αγιαστούρα παίρνει
κι ένα πρωί, πρωτομηνιά, τα σπίτια γύρα φέρνει...
Βουτά κλωνί βασιλικό συχνά στην αγιαστούρα
κι αγιάζει με ακούραστη ψαλμωδική μουρμούρα!
Τι κόπος και ιδρώς! Πα! Πα! Πα!
Και πώς δεν μου ’σκασες, παπά!
Όπου καμιά νοικοκυρά γυαλίζει νοστιμούλα
είτε κορίτσι τρυφερό, είτε νταρντάνα δούλα
ασκώνει το μανίκι του, να μην τονε μπερδεύει,
και μ’ άλλον ενθουσιασμό τα χείλη του αναδεύει!
Τι πειρασμοί! Πα! Πα! Πα!
Και πώς δεν μου ’σκασες, παπά!
Και ύστερα από άλλα, εξυπνότατα και πολύ σόκιν, τετράστιχα, το ποίημα ετελείωνε:
Της γειτονιάς εγνώρισε μεμιάς τον καρβουνιάρη
Έλεος! Χάρη! του ζητά.... Πού έλεος και χάρη!
Δεσπότη τον χειροτονά, του δίνει της χρονιάς του
και τις μουτζούρες τού κολλά της μουντζουροθωριάς του!
Τι ρεζιλίκι! Πα! Πα! Πα!
Και πώς δεν μου ’σκασες, παπά!
Ο φίλος και ακούραστος ιστορικός Νίκος Λάσκαρης θα ενθυμείται βέβαια ότι και κωμωδία εγράφη τότε με τον τίτλον Πώς δεν μου ’σκασες!
Αλλά μια που κάνω λόγο για τις φράσεις που γεννήθηκαν από το πνεύμα του λαού και που έμειναν χαρακτηριστικαί της ψυχικής διαθέσεώς του και που εχρησίμευσαν χρόνια και χρόνια για τη διασκέδαση και το κέφι του, νομίζω ότι δεν πρέπει να παραλείψω να αναφέρω και μερικές άλλες που τις θυμάμαι και τολμώ να ομολογήσω ότι κάποτε τις μεταχειρίζομαι. Και έλεγεν ο λαός και έγραφαν τα σατιρικά φύλλα μέσα στα δέκα χρόνια που περιγράφω: «Και πού ξυρίζεσαι, μικρέ μου;». «Και πού την πας την κλάρα;». «Τι έχει να γένει, ορέ τι έχει να γένει!».«Ήλιος κι από σένα!». «Κόφ’ το! Κόφ’ το!». «Τουρλού τουρλού, κοπέλα!». Αυτά και άλλα, καθώς και εκείνα που εκυκλοφόρησαν μετά τα 1900, όπως το γνωστόν «Φορείς φανέλα;», «Αούα» και το σμυρναϊκό «Άσ’ τα, Χατζή», έχουν μια ξεχωριστή λαϊκή ιστορία και πολλές φορές έζησαν πολύ περισσότερο παρ’ όσο ζουν στη μνήμη του λαού τα πρόσωπα που γύρεψαν να παίξουν κάποιον ρόλο στη ζωή του.
Ειδικώς όμως η φράσις «πού την πάς την κλάρα;» παρέμεινεν ιστορική επί πολλά έτη εις τα κοινοβουλευτικά χρονικά, διότι εγεννήθη από μιαν αγόρευσιν την οποίαν εξεφώνησεν βουλευτής εκ Φθιώτιδος, τον Μάρτιον του 1886, αγόρευσιν πλήρη πολεμικού μένους και ενθουσιασμού, την οποίαν ετελείωσεν με παρότρυνσιν προς την κυβέρνησιν να πολεμήσει, βεβαιών ότι αυτός ανελάμβανε να «βάλει εμπρός τους Τούρκους με μια κλάρα». Τότε ηκούσθησαν αι περίφημοι φωναί: «Μωρέ, πού την πας την κλάρα;».
Από το βιβλίο του Μίλτου Λιδωρίκη. Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ. Αθήνα: Εκδόσεις Polaris, 2017, σ. 59-61.