Το παρόν δημοσιεύεται σε ανταπόκριση προς ερώτημα άλλου νήματος. Για την ακρίβεια, αναδημοσιεύεται, μια και η πρώτη δημοσίευσή του σε σελίδες άλλου φόρουμ εμφανίζεται δίπλα στο όνομα που μου δίνει κάθε τόσο ο ανωνυμοποιητής εκείνου του φόρουμ, ενώ βέβαια η υπογραφή με την οποία γράφτηκε ήταν nickel.
Οι πιγκουίνοι είναι κάτι πουλιά που δεν πετούν αλλά κολυμπούν και φοράνε φράκο, ακόμα κι όταν κολυμπούν. Ζουν στο νότιο ημισφαίριο (στην Ανταρκτική και γύρω). Η λέξη προέρχεται από την αγγλική penguin και, αν τη μεταγράφαμε σήμερα, είναι πιθανό να της προσθέταμε κι ένα «ν» και να είχαμε «πινγκουίνους». Επίσης η λέξη δεν χρειάζεται διαλυτικά.
Εικασίες μόνο εκφράζονται για την προέλευση του ονόματος, που δεν είναι πολύ παλιό, του 16ου αιώνα. Όπως λέει το OED, φαίνεται ότι το όνομα δόθηκε αρχικά στον Μεγάλο Πιγκουίνο (Great Auk, Pinguinus impennis) του βόρειου Ατλαντικού [Σημ. ο οποίος αφανίστηκε το 1844 από το αδυσώπητο κυνήγι].
Origin obscure. It appears that the name was first given to the Great Auk or Gare-fowl of the seas of Newfoundland, still called in F. pingouin or penguin. But it was soon applied also to the birds now called penguins, in F. manchots (found by Drake at Magellan's Straits in 1578), which have a general external resemblance to the northern bird, though, in the opinion of zoologists, widely removed in structure. (Η χρήση του penguin για τα θαλασσοπούλια του βορρά θεωρείται απαρχαιωμένη.)
Σήμερα τα θαλασσοπούλια του βόρειου ημισφαιρίου (τα οποία πετάνε) λέγονται auks στα αγγλικά, άλκες στα ελληνικά (και, καταχρηστικά, πιγκουίνοι) και pingouins στα γαλλικά.
Το παραπάνω είναι το πιο γνωστό είδος της οικογένειας, το razorbill («ξυραφόρραμφος» για τους τολμηρούς).
Οι σωστές αντιστοιχίες λοιπόν, όπως τις δίνουν και τα γαλλοαγγλικά Robert, Oxford Hachette και Larousse (και στο αγγλογαλλικό τους) είναι:
Στο Νότιο ημισφαίριο (Ανταρκτική):
FR: manchot
EN: penguin
EL: πιγκουίνος
FR: manchot empereur
EN: emperor penguin
EL: αυτοκρατορικός πιγκουίνος
FR: manchot royal
EN: king penguin
EL: βασιλικός πιγκουίνος
Στο βόρειο ημισφαίριο (Αρκτική):
FR: pingouin
EN: auk
EL: άλκα
Στην οικογένεια αυτή ανήκει και ο puffin (φρατέρκουλα ή φρατερκούλη η αρκτική, αλλιώς θαλασσοψιττακός ή θαλάσσιος παπαγάλος).
Το ατυχές με την άλκα είναι ότι στον πληθυντικό δίνει άλκες και μπερδεύεται με τα μεγάλα ελάφια (άλκη, moose στις ΗΠΑ, elk στην Ευρώπη).
Ατυχέστερος ωστόσο είναι ο πιγκουίνος στα γαλλικά, όπου σε πολλές σελίδες του διαδικτύου θα δείτε να συζητιέται το μπέρδεμα ανάμεσα στους γνήσιους πιγκουίνους (manchots) και τα θαλασσοπούλια του βορρά (pingouins).
Αλλά και στην Ελλάδα έχουμε τα «σκανδαλάκια» μας:
Το ΛΚΝ λέει στον πιγκουίνο:
πιγκουίνος ο [piŋguínos] O18 : πτηνό των πολικών περιοχών με ογκώδες σώμα, με ατροφικά φτερά και με πόδια που τα χρησιμοποιεί ως κουπιά, όταν κολυμπάει· βαδίζει σε όρθια στάση και το χρώμα του είναι συνήθ. μαύρο και (στην κοιλιά) λευκό: Oι πιγκουίνοι δεν μπορούν να πετάξουν, κολυμπούν όμως ταχύτατα.
Το Μείζον:
πιγκουΐνος: στεγανόποδο πτηνό των αρκτικών θαλασσών τρεφόμενο με ψάρια
Και ο Κριαράς:
πιγκουίνος: μεγαλόσωμο πουλί των αρκτικών θαλασσών κ.λπ.
Το Γαλλο-Ελληνικό του Κάουφμαν:
pingouin = ο πιγκουίνος
manchot = είδος πιγκουίνου
Και το Ελληνο-Γαλλικό:
πιγκουίνος = pingouin
(Ο Ηπίτης βγήκε, φαίνεται, πριν να ανακαλυφθούν οι πιγκουίνοι. Τους αγνοεί.)
Οι πιγκουίνοι είναι κάτι πουλιά που δεν πετούν αλλά κολυμπούν και φοράνε φράκο, ακόμα κι όταν κολυμπούν. Ζουν στο νότιο ημισφαίριο (στην Ανταρκτική και γύρω). Η λέξη προέρχεται από την αγγλική penguin και, αν τη μεταγράφαμε σήμερα, είναι πιθανό να της προσθέταμε κι ένα «ν» και να είχαμε «πινγκουίνους». Επίσης η λέξη δεν χρειάζεται διαλυτικά.
Εικασίες μόνο εκφράζονται για την προέλευση του ονόματος, που δεν είναι πολύ παλιό, του 16ου αιώνα. Όπως λέει το OED, φαίνεται ότι το όνομα δόθηκε αρχικά στον Μεγάλο Πιγκουίνο (Great Auk, Pinguinus impennis) του βόρειου Ατλαντικού [Σημ. ο οποίος αφανίστηκε το 1844 από το αδυσώπητο κυνήγι].
Origin obscure. It appears that the name was first given to the Great Auk or Gare-fowl of the seas of Newfoundland, still called in F. pingouin or penguin. But it was soon applied also to the birds now called penguins, in F. manchots (found by Drake at Magellan's Straits in 1578), which have a general external resemblance to the northern bird, though, in the opinion of zoologists, widely removed in structure. (Η χρήση του penguin για τα θαλασσοπούλια του βορρά θεωρείται απαρχαιωμένη.)
Σήμερα τα θαλασσοπούλια του βόρειου ημισφαιρίου (τα οποία πετάνε) λέγονται auks στα αγγλικά, άλκες στα ελληνικά (και, καταχρηστικά, πιγκουίνοι) και pingouins στα γαλλικά.
Το παραπάνω είναι το πιο γνωστό είδος της οικογένειας, το razorbill («ξυραφόρραμφος» για τους τολμηρούς).
Οι σωστές αντιστοιχίες λοιπόν, όπως τις δίνουν και τα γαλλοαγγλικά Robert, Oxford Hachette και Larousse (και στο αγγλογαλλικό τους) είναι:
Στο Νότιο ημισφαίριο (Ανταρκτική):
FR: manchot
EN: penguin
EL: πιγκουίνος
FR: manchot empereur
EN: emperor penguin
EL: αυτοκρατορικός πιγκουίνος
FR: manchot royal
EN: king penguin
EL: βασιλικός πιγκουίνος
Στο βόρειο ημισφαίριο (Αρκτική):
FR: pingouin
EN: auk
EL: άλκα
Στην οικογένεια αυτή ανήκει και ο puffin (φρατέρκουλα ή φρατερκούλη η αρκτική, αλλιώς θαλασσοψιττακός ή θαλάσσιος παπαγάλος).
Το ατυχές με την άλκα είναι ότι στον πληθυντικό δίνει άλκες και μπερδεύεται με τα μεγάλα ελάφια (άλκη, moose στις ΗΠΑ, elk στην Ευρώπη).
Ατυχέστερος ωστόσο είναι ο πιγκουίνος στα γαλλικά, όπου σε πολλές σελίδες του διαδικτύου θα δείτε να συζητιέται το μπέρδεμα ανάμεσα στους γνήσιους πιγκουίνους (manchots) και τα θαλασσοπούλια του βορρά (pingouins).
Αλλά και στην Ελλάδα έχουμε τα «σκανδαλάκια» μας:
Το ΛΚΝ λέει στον πιγκουίνο:
πιγκουίνος ο [piŋguínos] O18 : πτηνό των πολικών περιοχών με ογκώδες σώμα, με ατροφικά φτερά και με πόδια που τα χρησιμοποιεί ως κουπιά, όταν κολυμπάει· βαδίζει σε όρθια στάση και το χρώμα του είναι συνήθ. μαύρο και (στην κοιλιά) λευκό: Oι πιγκουίνοι δεν μπορούν να πετάξουν, κολυμπούν όμως ταχύτατα.
Το Μείζον:
πιγκουΐνος: στεγανόποδο πτηνό των αρκτικών θαλασσών τρεφόμενο με ψάρια
Και ο Κριαράς:
πιγκουίνος: μεγαλόσωμο πουλί των αρκτικών θαλασσών κ.λπ.
Το Γαλλο-Ελληνικό του Κάουφμαν:
pingouin = ο πιγκουίνος
manchot = είδος πιγκουίνου
Και το Ελληνο-Γαλλικό:
πιγκουίνος = pingouin
(Ο Ηπίτης βγήκε, φαίνεται, πριν να ανακαλυφθούν οι πιγκουίνοι. Τους αγνοεί.)