Το Game of Thrones και ο ιστορικός υλισμός

Διάλογος μεταξύ Stephen Colbert (Late Show, CBS) και John Oliver (Last Week Tonight, HBO):

SC: You’re on hiatus right now, you’re between seasons…
JO: Between seasons? Really? Have I been cancelled? What? We’re between weeks! We’re working, but…
SC: You have a show this Sunday?
JO: No, we’re working without doing a show, it’s the dream. So we’re in the office and we’re working, we’re researching, but we don’t actually have to do anything at the end of it. So everything’s perfect.
SC: Wow! And you can get paid for that? Because I actually have to come out here and talk every night.
JO: I think that’s the mistake. It’s the ultimate bank heist, not having to produce anything at the end of it.
SC: Those dragons are paying for everything over there…
JO: As long as the dragons are fine, everything is OK at HBO. They’ve got defibrillators for those dragons. It’s a dragon-based economy.

:laugh::laugh::laugh:
 

daeman

Administrator
Staff member
...
GoT: The Musical


"Remember Ned Stark, he was a lot of fun
but he didn't make it past Season One
Robert Baratheon was part of that crew
but he never made it to Season Two
The King of the North was cool, you said
another favorite that ended up dead
You thought that Joffrey had to survive
he ain't in the credits for Season Five
Baby, you know I'm the man for all seasons
Characters get cut for various reasons
Some people's parts just ain't very long
but not me
I'm still going strong"

~ Tyrion Lannister
 
Ωραίο, αλλά λείπει το μισό. Δοκιμάστε εδώ για την πλήρη δόση τρέλας. :)

(Εντάξει, έχει πιο πολύ μπλαμπλά στην αρχή, αλλά είναι ολοκληρωμένη ιστορία.)
 
Ανακάλυψα σήμερα υποτιθέμενο σχολιασμό της Συντροφιάς του δαχτυλιδιού από τους Νόαμ Τσόμσκι και Χάουαρντ Ζιν (σε δύο μέρη – εδώ κι εδώ). Ό,τι και να πω θα είναι λίγο. :D

Το γιατί η φεουδαρχία αποτελεί προνομιακό πεδίο του fantasy,* αυτό είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα.

*Τουλάχιστον όσο μιλάμε για τον 20ό-21ο αιώνα· ως fantasy του 19ου έχω στο μυαλό μου τις αφρικανικές περιπέτειες (με έμπνευση από τους πολιτισμούς της αρχαιότητας) του Ράιντερ Χάγκαρντ, που είναι άλλο πράγμα.

Σχετικά με το Game of Thrones τουλάχιστον, έχω πετύχει κάποιες ενδιαφέρουσες αναλύσεις:


(Βασισμένο σε αυτό το άρθρο.)

Επίσης ο αντίλογος εδώ. Α, και «φεουδαλισμός» δεν σημαίνει ότι είμαστε απαραίτητα στον μεσαίωνα.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Για το Game of Thrones, ή μάλλον για το A song of ice and fire, θα ήθελα να προσθέσω και μια πληροφορία που δεν έχουμε αναφέρει ως τώρα και που μάλλον χρειάζεται να ληφθεί υπόψη για τις πολιτικές αναλύσεις του βιβλίου: ο Μάρτιν έχει ξεσηκώσει την ιστορία σχεδόν ολόκληρη από το βιβλίο Memory, Sorrow, and Thorn του Ταντ Γουίλιαμς - νομίζω τον ευχαριστεί και σε κάποιο από τα βιβλία του για την έμπνευση.
 
ως fantasy του 19ου έχω στο μυαλό μου τις αφρικανικές περιπέτειες (με έμπνευση από τους πολιτισμούς της αρχαιότητας) του Ράιντερ Χάγκαρντ, που είναι άλλο πράγμα.
Moria feels like a relative of King Solomon’s Mines in H Rider Haggard’s adventure story (whose explorers are also accompanied by a mysterious stranger who turns out to be a returning king) https://philipreeveblog.blogspot.com/2020/06/the-lord-of-rings-2-rivendell-to.html
 

cougr

¥
The Game Of Thrones-Theme Song
Fender Custom Shop


Συμμετέχει ο Ραμίν Τζάβαντι - συνθέτης του τραγουδιού - και ο Ντ. Μπ. Γουάις -ένας από τους δημιουργούς της δραματικής σειράς.

 

Earion

Moderator
Staff member
Ωραίος, όπως πάντα, Δύτη, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεις τις ιδέες σου. Και, επειδή είναι αρκετές, θα σταθώ σε δυο τρεις μόνο.

Ο κόσμος της Μέσης Γης όντως είναι κόσμος παρακμής. Έχουν παρακμάσει όλα τα άλλα είδη (ξωτικά, νάνοι, δαιμονικά όντα) πλην των ανθρώπων. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη διάρκεια του Πολέμου του Δαχτυλιδιού: τελειώνει η εποχή της υπεροχής των άλλων ειδών (στο τέλος μάλιστα τα ξωτικά αποχωρούν ομαδικά από τον υπάρχοντα κόσμο) και αρχίζει η νέα εποχή, η Τέταρτη Εποχή, η εποχή των Ανθρώπων. Η υπεροχή τους (η «κατακυρίευση του κόσμου», με άκρως βιβλική ορολογία) επέρχεται μέσα από την ηρωική δράση του Ενός, του μυθικού Ήρωα, αυτού για τον οποίον προλέγουν οι προφητείες, και του οποίου ο μόχθος, τα βάσανα και ο πόνος είναι το αντίλυτρο για την αποκατάσταση της ανθρώπινης μοίρας, η οποία είχε υποστεί συντριβή (η πτώση των παλαιών βασιλείων) για να τιμωρηθεί η αλαζονία της (καθαρά χριστιανική βλέψη του σύμπαντος· ο χριστιανισμός του Τόλκιν είναι προφανής· ήταν πιστός καθολικός). Το μόνο είδος που «περισώζεται» από την παλαιά τάξη πραγμάτων είναι τα αθώα, αδύναμα και ανυπεράσπιστα (δηλαδή ακίνδυνα για τους ανθρώπους), πλην όμως διασκεδαστικά χόμπιτ.

Ο Τόλκιν συνθέτει τον κόσμο του μεσούντος του Πρώτου (όχι του Δεύτερου) Παγκοσμίου Πολέμου (στον Δεύτερο ολοκληρώνει τη γραφή του «Άρχοντα», που είναι μόνο ένα παραβλάστημα του σύμπαντός του). Αυτό έχει τη σημασία του. Όπως και ο ίδιος δήλωνε, το ψυχικό πλήγμα από την απώλεια του μυθοποιημένου ιδανικού κόσμου της νεότητάς του, κι ακόμη περισσότερο ο θάνατος όλων των επιστήθιων φίλων του, γέννησε μέσα του την απελπισία που μεταφράζεται στην πανταχού παρούσα «ερήμωση» (desolation, θέμα που έρχεται και επανέρχεται διαρκώς). Το δε αποκορύφωμα της ερήμωσης έρχεται σε ένα αναπάντεχο σημείο: αμέσως μετά τον θρίαμβο του Καλού. Τότε είναι που ανακαλύπτουν οι πρωταγωνιστές (μαζί με τον αναγνώστη) ότι το Κακό έχει τρυπώσει ύπουλα (έρποντας) μέσα στο ίδιο το Σάιρ, και μαζί έρχεται η αποκάλυψη ότι το Κακό μπορεί να το φέρουμε μέσα μας, μπορεί να είναι ενδιάθετο, και είμαστε υποχρεωμένοι να παλαίψουμε (όσο αδύναμοι και να είμαστε, όπως τα χόμπιτ) εναντίον του εαυτού μας. Άλλη μια χριστιανική οπτική.

Η απογοήτευση από τον Πρώτο Παγκόσμιο, απογοήτευση βαθιά, υπαρξιακή του Δυτικού ανθρώπου, είναι γεγονός καλομελετημένο στη διεθνή βιβλιογραφία, και δεν χρειάζεται να επεκταθώ, παρα μόνο να θυμίσω πως μέσα στην κόλαση των χαρακωμάτων, στην κρεατομηχανή του πολέμου και στην ολοκληρωτική απανθρώπιση του ανθρώπου κονιορτοποιήθηκε η επαγγελία της διαρκούς προόδου του ανθρώπινου γένους, γέννημα της αισιοδοξίας του 19ου αιώνα (την οποία περιγράφεις ωραία στην ανάρτησή σου). Εξού και η δυσπιστία προς την φιλελεύθερη δημοκρατία (πολιτικά), προς την επιστήμη (συντριβή του νευτώνειου σύμπαντος από την αβεβαιότητα της κβαντομηχανικής), προς την κατεστημένη θρησκεία (αυτή είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, με την ανάδυση της Θεοσοφίας), προς την κατεστημένη τέχνη (υπερρεαλισμός), προς την κατεστημένη λογική (ψυχανάλυση).

Η προσωπική αντίδραση του Τόλκιν ήταν η άρνηση του μοντέρνου, η άρνηση του βιομηχανικού κόσμου, της καμινάδας του εργοστασίου και του σιδηροδρόμου, η εξιδανίκευση του ανέγγιχτου φυσικού τοπίου της αγγλικής εξοχής, η φυγή προς το μεσαιωνικό παρελθόν. Επομένως, συμπεραίνω εγώ, η αναζήτηση του Τόλκιν δεν ήταν προς μια φανταστική ουτοπία ενυπάρχουσα (επιβιώνουσα) στο σήμερα (έστω και απολοιφάδι κάποιου λαμπρού παρελθόντος), όπως η πόλη του Χάγκαρντ ή η Ατλαντίδα ή η Σάνγκρι Λα, αλλά η ανα-θύμιση ενός ιδανικού και με τη γραμματική σημασία της λέξης «παρελθόντος» παρελθόντος (όπως ο μεσαιωνικός κόσμος, που ήταν το πεδίο των μελετών του άλλωστε).

Αυτά, και θα πρότεινα να αναρτήσεις και εδώ το κείμενό σου.

(Δεν έχω διαβάσει ακόμα τις παραπομπές σου σε κάποια ιστολόγια, θα το κάνω σε άλλο χρόνο).
 
Ευχαρίστως να το αναρτήσω και εδώ, αν και δεν είμαι βέβαιος πως θα διασωθούν τα λινκ:
Κατά τύχη ήρθε η ώρα να εκπληρώσω μια παλιά υπόσχεση, δηλαδή μια-δυο ιδέες για τα πρότυπα της λογοτεχνίας fantasy. Αφορμή μου είναι ένα τουί τολκινολογικού ενδιαφέροντος, και θα μου συγχωρέσετε τις πολλαπλές αναφορές στον Τόλκιν προτού προχωρήσω παρακάτω. Είναι δηλαδή αυτό:

Λέει με λίγα λόγια ότι η Μέση Γη, όπως την φαντάστηκε και την περιγράφει ο Τόλκιν, είναι ένας κόσμος σε παρακμή. Οι ήρωες του έργου τριγυρνάνε ανάμεσα σε ερείπια που τους ξεπερνάνε: η Μόρια είναι έργο αδύνατο να ξαναφτιαχτεί από τους σημερινούς Νάνους. Και πράγματι, ο κόσμος που διαβάζουμε στην τριλογία είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ερημότοποι, που κάποτε έσφυζαν από ζωή και μάλιστα ήταν γεμάτοι μνημεία και τεχνουργήματα των οποίων η τέχνη έχει χαθεί: οι θολωτοί τάφοι με τους βρυκόλακές τους ήταν οι τάφοι των βασιλέων της Άρνορ, τα κολοσσιαία αγάλματα των βασιλέων σηματοδοτούν σύνορα μιας παλιάς Γκόντορ, ακόμα και το Ντανχαρόου είναι σπαρμένο με αυτά τα κοντόχοντρα αγάλματα ανθρώπων πριν από την έλευση των Νουμενόριαν. Από τις πέντε ή έξι φορές που έχω διαβάσει ολόκληρη την τριλογία, μια ή δυο ήταν επικεντρωμένες στην ανίχνευση αυτών των αναφορών: σε ένα παρελθόν χαμένο, μακρινό, όμως μεγαλοπρεπέστερο, ηρωικότερο, τέλος πάντων μεγαλύτερο του παρόντος.

Mundus senescit, που λέμε και στα ελληνικά. Ο κόσμος φθίνει, και φυσικά αυτό είναι ένας κοινός τόπος ήδη από την εποχή του Ησίοδου με το Χρυσό του Γένος, που αν τον πάρουμε στα σοβαρά μπορεί και να φτάσουμε σε μεγάλες παρανοήσεις. Εδώ με ενδιαφέρει αυτή η αρχαιολογική, ας πούμε, διάσταση του κοινού τόπου. Υπάρχουν στιγμές που δεδομένοι πολιτισμοί είχαν αυτή την αίσθηση: ίσως όχι τόσο η Αρχαία Ελλάδα με τα κυκλώπεια τείχη, όσο η προϊσλαμική Αραβία με τις πόλεις που καταστράφηκαν από θεία δίκη, ίσως το Ιράν με τα ερείπια που αποδόθηκαν στο Μεγαλέξαντρο ή τον Σολομώντα (το αγαπημένο μου: ο θρόνος του Σολομώντα), οι πρώιμες οθωμανικές παραδόσεις για την Κωνσταντινούπολη και την Αγιασοφιά (μνημεία υπερφυσικής ισχύος αλλά και αλαζονείας που οδήγησε σε θεία δίκη) – είναι άλλωστε γνωστοί οι περσικοί στίχοι που υποτίθεται πως ψιθύρισε ο Πορθητής μπαίνοντας στην κατακτημένη εκκλησία:

Η αράχνη είναι τώρα θυρωρός στην αψίδα του Χοσρόη,
κι η κουκουβάγια παιανίζει στα κάστρα του Αφρασιάμπ.


Στην Ευρώπη το μοτίβο αυτό φαίνεται να χάνεται στον ύστερο Μεσαίωνα, αφού οι καθεδρικοί ναοί, χτισμένοι σε βάθος γενεών, προφανώς στοχεύουν να εκμηδενίσουν οποιοδήποτε μνημείο του παρελθόντος (όπως εξάλλου το Σουλεϊμανίγε ή το Μπλε Τζαμί στόχευε να εκμηδενίσει την Αγία Σοφία). Όταν ο Βερνάρδος της Σαρτρ, τον 12ο αιώνα, λέει ότι είμαστε νάνοι στους ώμους γιγάντων, λέει μεν ότι οι παλιοί είναι αξεπέραστοι, λέει όμως και ότι εμείς, ψηλότερα από αυτούς, μπορούμε να δούμε μακρύτερα (αν μη τι άλλο, διότι έχουμε και την εξ αποκαλύψεως αλήθεια στο τσεπάκι). Είναι ίσως στην Αναγέννηση, και ακόμα περισσότερο στο τέλος του Διαφωτισμού, που ο θαυμασμός για τα ερείπια της αρχαίας Ρώμης (και, αργότερα, της Ελλάδας) οδηγεί στην αντίληψη ενός κόσμου σπαρμένου από ερείπια παλιάς, αξεπέραστης τελειότητας και δόξας. Σαν απώτατη κατάληξη αυτής της αντίληψης, ας σκεφτούμε τα φανταστικά ερείπια του Πιρανέζι, μια αρχαία Ρώμη με τη μορφή της τολκινικής Μόρια.

Παραδόξως, μια κορύφωση αυτής της άποψης συμπίπτει με την κορύφωση της αυτοπεποίθησης του θαυμαστού, νέου βιομηχανικού και αποικιακού κόσμου: την ίδια ώρα που η Μεγάλη Βρετανία χτίζει παλάτια από κρύσταλλο και το Βέλγιο σιδηροδρομικούς σταθμούς (τους καθεδρικούς του 19ου αιώνα, κατά μια άποψη), το αυτοκρατορικό υποσυνείδητο αναζητά χαμένους πολιτισμούς. Είναι η γένεση της φανταστικής λογοτεχνίας, όταν ο Ράιντερ Χάγκαρντ αναζητά τα ανυπέρβλητα ερείπια της Κορ ή τον κόσμο της δωδέκατης φυλής του Ισραήλ στα βάθη της Κεντρικής και Νότιας Αφρικής, αλλά και όταν σοβαρότατοι επιστήμονες βρίσκουν ίχνη της Ατλαντίδας στην ομοιότητα των μαιάνδρων ή πυραμίδων στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.

Ο Τόλκιν, για να επιστρέψουμε, ξεκινά να γράφει την τριλογία του μεσούντος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκληρώνει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (όπως και την αναλυτική περιγραφή του ένδοξου παρελθόντος, το Σιλμαρίλιον, λογοτεχνικά υποδεέστερο μιας και τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει το υπαινικτικό των διάσπαρτων ερειπίων και των ασαφών αναφορών της τριλογίας). Εδώ η Ατλαντίδα, η Κορ ή η φοινικική Ζιμπάμπουε έχουν αντικατασταθεί από έναν εντελώς φανταστικό, εναλλακτικό αν θέλετε κόσμο (αν και ο ίδιος προσπάθησε να τον φανταστεί σαν ένα προγενέστερο στάδιο του δικού μας), ένα είδος επιστημονικής φαντασίας χωρίς επιστήμη (τι άλλο είναι το καθαυτό fantasy, άλλωστε;). Σκέφτομαι ότι αυτό δεν είναι τυχαίο: ο εικοστός αιώνας και ιδίως ο μεσοπόλεμος είχαν ταυτιστεί με ένα όνειρο αυτή τη φορά εμπροσθοβαρές. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος της ΕΣΣΔ, ούτε είναι σκόπιμο να τον συγκρίνουμε μόνο με το Χιλιόχρονο Ράιχ: ολόκληρος ο αιώνας, μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έχει αυτή την αισιοδοξία της Επιστήμης που θα φέρει την απόλυτη κυριαρχία του ανθρώπου στο σύμπαν, τον εκπολιτισμό της οικουμένης, τη νίκη επί της πείνας, των γηρατειών και του θανάτου. Η κολοσσιαία αρχιτεκτονική του Σπέερ δεν μοιάζει μόνο με το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, αλλά και με το Τροκαντερό ή και τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης. Ένας κόσμος που φαντάζεται αποικίες στο Διάστημα, είναι ένας κόσμος όπου γίγαντες ανεβαίνουν στους ώμους νάνων, αντιστρέφοντας την περίφημη μεσαιωνική ρήση που αποδόθηκε στο Νεύτωνα.

Κάπως έτσι αλλάζει το πρότυπο της φανταστικής λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της επιστημονικής φαντασίας: η συντριπτική θαρρώ πλειονότητα των φανταστικών κόσμων, είτε κατοικούνται από μάγους και δράκους είτε από εξωγήινους και μετέωρα, είναι δομημένοι σαν μια αναπαράσταση του μεσαίωνα. Ιππότες ή σαμουράι (ή Τζεντάι), αυτοκρατορίες, υποτελείς άρχοντες, αγροτική οικονομία – θα τους αναγνωρίσετε παντού, από τον Τόλκιν ή το Game of Thrones μέχρι μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας, της Λε Γκεν φερειπείν αλλά και του Μιγιαζάκι (γιατί όχι;). Όσο κι αν έγινε αντικείμενο ειρωνίας μια περιβόητη ανάλυση, η φεουδαρχία είναι το πρότυπο της φαντασίας στην εποχή μας. Κατά κάποιο τρόπο, ο Τόλκιν παίρνει το μοτίβο του Ράιντερ Χάγκαρντ (ένας βασιλιάς επιστρέφει με τη μορφή ενός μυστηριώδους αγνώστου, μέσα από υπόγεια και ερείπια και κακούς μάγους – εμπνεύστηκα από αυτό το εξαιρετικό ποστ) και το μεταφέρει όχι σε μια γνωστή ήπειρο, κατοικημένη από τους απόγονους των Φοινίκων ή των Εβραίων, αλλά σε έναν εναλλακτικό κόσμο, όπου όμως πάλι όλα είναι μια αχνή αντανάκλαση των περασμένων, αξεπέραστων μεγαλείων του Νούμενορ ή του Βάλινορ. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια πάνω-κάτω εποχή, το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (λίγο πριν-λίγο μετά), γνωρίζουν διάδοση οι εσωτεριστικές θεωρίες για την πανάρχαια σοφία, κρυμμένη σε κώδικες στους καθεδρικούς ή στη μυθική υπόγεια (και πάλι) πόλη της Αγκάρθα, στο Θιβέτ (στο Θιβέτ άλλωστε θα τοποθετήσει ο Ράιντερ Χάγκαρντ τη συνέχεια της ιστορίας του).

Και λοιπόν; Δεν διατείνομαι ότι δίνω μια ερμηνεία στον αφάνταστα πολύπλοκο κόσμο της λογοτεχνικής φαντασίας. Ίσως όμως το να δούμε στην άνθιση του fantasy, αλλά και σε μεγάλο μέρος της επιστημονικής φαντασίας μια άρνηση του μοντερνισμού (δεν το λέω πρώτος) είναι μια ερμηνεία. Σε έναν κόσμο που θεώρησε ότι συνθλίβει το παρελθόν, πατώντας πάνω του σαν γίγαντας στους ώμους νάνων, οι νάνοι προσπαθούν να εκδικηθούν υπενθυμίζοντας, με τη σειρά τους, ότι θα μπορούσαν και κείνοι να πατούν στους ώμους γιγάντων μεν, χαμένων προ πολλού δε. Στον πιο απαισιόδοξο κόσμο μας, όπου η συχνότερη προβολή του μέλλοντος είναι μια δυστοπία, θα περίμενε κανείς το fantasy να παρακμάσει και πάλι. Ποιος ξέρει; Δεν φαίνεται να είναι έτσι· ίσως γιατί η άλλη λειτουργία του είναι ακριβώς αυτή η φυγή από το παρόν, η φυγή σε έναν κόσμο με άπειρες δυνατότητες, χωρίς σύνορα, με αχαρτογράφητες εκτάσεις, με κάποιου είδους κοινωνική κινητικότητα που ο σύγχρονος κόσμος μοιάζει να αρνείται.
Θα πρότεινα κι εγώ να βάλεις το σχόλιο και στο μπλογκ :) Ξέρεις ίσως ότι ο Τόλκιν ξεκίνησε να γράφει μια συνέχεια της τριλογίας, τοποθετημένη στα χρόνια του διαδόχου του Άραγκορν, όπου το Κακό επανεμφανίζεται με ανθρώπινη πια μορφή (λατρεία του Σόρον) - το εγκατέλειψε μετά από λίγες σελίδες, γιατί του φάνηκε πολύ σκοτεινό...
(Αν χρειαστεί να επανέλθω, δυστυχώς δεν θα είναι πριν το τέλος της βδομάδας)
 
Top