Η λέξη forensics χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια της εξιχνίασης/ αναζήτησης που δεν είναι η σημασία που δίνουν τα λεξικά στη λέξη αλλά προφανώς η, ας την πούμε νεότερη*, σημασία που αποδίδουν πολλοί στη λέξη γιατί την έχουν συναντήσει μόνο σε σχέση με εγκλήματα.
Definition of forensic
1: an argumentative exercise
2 forensics plural in form but singular or plural in construction : the art or study of argumentative discourse
3 forensics plural in form but singular or plural in construction : the application of scientific knowledge to legal problems; especially : scientific analysis of physical evidence (as from a crime scene)
* άλλη που μου τη σπάει, ο solutions architect που είναι αυτός που σχεδιάζει λύσεις. Σου λέει ο άλλος τι σημαίνει επομένως αρχιτέκτονας; Σημαίνει σχεδιαστής. Ας το κολλήσουμε παντού.
Και το άλλο, τί σημαίνει engineer σημαίνει μηχανεύομαι, δηλαδή παρεμβαίνω σε κάτι και το τροποποιώ. Να σου ο νέος κλάδος, bioengineering που έχει τόση σχέση με την μηχανολογία και το επάγγελμα του μηχανικού όση εγώ με το φεγγάρι.