χουγιαχτάδες

altan

Member
Hi,
Is "χουγιαχτάδες" "το χούγιασμα" and plus another word's combination?
2017-02-21_16-06-52.jpg
 
Χουγιαχτάδες is plural of χουγιαχτής, like μαθητάδες of μαθητής.
 
Δες το χουγιάζω, π.χ.:

χουγιάζω [xujázo] Ρ2.2α : (λαϊκότρ.) 1. φωνάζω δυνατά, από μακριά για να διώξω τα ζώα: Xούγιαξε τ΄ άλογα / τα μουλάρια / τα ζωντανά. 2. (μτφ.) μαλώνω κπ. με δυνατές φωνές: Tο χουγιάζει πολύ το παιδί. [ΛΚΝ]

χουγιάζω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :από την αλβαν. λ. hujati] 1. φωνάζω μεγαλόφωνα, δυνατά, βγάζω δυνατές κραυγές. Συνώνυμα: κραυγάζω, ξεφωνίζω αντίθετα: ψιθυρίζω, σιγομιλώ 2. (συνεκδ.) μαλώνω κάποιον με δυνατές κραυγές, προγκίζω: απόσπασμα από το έργο του Γρυπάρη "Σκαραβαίοι και Τερρακότες" "χούγιαξε τα πρόβατα να φύγουν από το χωράφι", Ρίτσ. Ποιήμ. "έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου" Καζαντζ. - Κακρ. Μετ. Οδ. "Μα ως πάνω τους ο πολυβάσανος, θείος Οδυσσέας χιμούσε χουγιάζοντας". Συνώνυμα: βάζω τις φωνές, κατσαδιάζω, λούζω αντίθετα: εγκωμιάζω, επαινώ.
[Livepedia]

χουγιάζω
  1. (λαϊκότροπο) φωνάζω δυνατά από απόσταση
    • Η φωνή του Φωτούλα βράχνιασε, ο Καραμπλιάκας άναψε με τ’ άλλο το λαλούμενο, ο Γιαννακός Πλαστάρας χούγιαξε πως δε ματάειδε τέτοιο πατιρντί, ο Ανάστος Παδελόπουλος μνημόνεψε κι αυτός το Λίγκο το λεβέντη κι έτσι ξεντρόπιασε το Μοριά μπροστά στους Ρου­μελιώτες. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου/Β)
    • κι' απ' τον όχτο / χούγιαξε ολόρθος στέκοντας, κι' η Αθηνά ως αλάργα / έσκουξε, κι' έκοψε η στριγγιά τα ήπατα των Τρώων. (Όμηρος, Ιλιάδα, μτφρ. Αλέξανδρος Πάλλης, 216-218)
  2. (μεταφορικά) μαλώνω μεγαλόφωνα [Wiktionary]

Εδώ νομίζω ότι η μεταφορική χρήση ξεκινάει από τον χειρισμό των ζώων, αλλά όχι τόσο με την έννοια "διώχνω" όσο με την έννοια "κατευθύνω (με φωνές) προς κάπου".
 

daeman

Administrator
Staff member
... Εδώ νομίζω ότι η μεταφορική χρήση ξεκινάει από τον χειρισμό των ζώων, αλλά όχι τόσο με την έννοια "διώχνω" όσο με την έννοια "κατευθύνω (με φωνές) προς κάπου".

Αυτό. Οι κυνηγοί τούς λένε και παγανιέρηδες. Όχι μεταφορικά, αλλά μεταφέρουν. :-)

«Δεν υπάρχει εξυπνότερο και πιο δαιμονισμένο θήραμα από την πέρδικα», γράφει ο αείμνηστος Αγγελος Ποιμενίδης.

«Ο λαγός κοιμάται τη μέρα και τον ξετρυπώνει ο σκύλος. Το αγριογούρουνο σού το προγκάνε οι χουγιαχτάδες (παγανιέρηδες). Το ορτύκι και η μπεκάτσα προδομένα από τον καιρό γίνονται παιχνίδι του σκύλου σου. Μα η πέρδικα σ' ακούει και στρατηγικά κινείται. ...»
https://www.gpeppas.gr/perdikes/nisiotisew-attikis.html

Τα εικοσαράκια της Benelli βγήκαν από τις θήκες, οι τσέπες γέμισαν με εφτάρια και πιάσαμε πόστα απέναντι στην κατεύθυνση της παγάνας που έγινε με ντόπιους «χουγιαχτάδες», δυσκίνητα, μαύρα λαμπραντόρ, αεικίνητα επίσης μαύρα κόκερ, και δύο κυνηγούς.
http://w2.isolservers.org/article.asp?AID=4018

Στις παγάνες, που στήναμε στις περιοχές του κράτους του έπαιρνε μέρος, είτε σαν προγκάρης είτε σε κινητά πόστα (για να κόβει τα αγριογούρουνα αν του ξέφευγαν από τον κλοιό της παγάνας). Κάπου-κάπου τον πείραζαν τα σκυλιά που ξέκοβαν από τους χουγιαχτάδες.
http://alexandroupolites.gr/wp-content/uploads/bsk-pdf-manager/21_F41.PDF

Οι χουγιαχτάδες στις Λακκιές
εμπήκαν στην παγάνα
και με φωνές και ντουφεκιές
βγάζουν μια χοιρομάνα
http://lianolithara.blogspot.gr/2014/10/blog-post_39.html


Και μεταφορικά, όπως στο απόσπασμα:

Ολοφάνερη στο ένα από αυτά η μοναξιά του ανθρώπου, του μοναχικού ανθρώπου. Η τρυφερότητα και η θλίψη του, αυτά τα δύο μαζί, είναι οι χουγιαχτάδες που ξετρυπώνουν την ευτυχία του και την στήνουν χλωμή, ώσπου να αρχίσει το αίμα να ζεσταίνει τα πόδια, ν’ ανεβεί και να φθάσει στα αντικνήμια, στα μεριά, στη νεφραριά...
http://dklimis.blogspot.gr/2011/02/blog-post.html


Κι ένα συνώνυμο του ρήματος, το προγκάω, με ουσιαστικό τον προγκάρη παραπάνω: (οικ.) 1. αποδοκιμάζω, χλευάζω ομαδικά κπ. με φωνές και θόρυβο· γιουχαΐζω: Tο πλήθος / το κοινό άρχισε να προγκάει τον ομιλητή / τους ηθοποιούς. 2. φέρομαι απότομα, σκληρά σε κπ., τον αποπαίρνω: Ήρθε να μου ζητήσει πάλι δανεικά κι εγώ τον πρόγκηξα. 3. (λαϊκότρ.) α. (για ζώα) φωνάζω δυνατά, κάνω φασαρία και θόρυβο, για να φοβίσω ένα ζώο ή κοπάδι και να το διώξω ή να το κάνω να προχωρήσει, να το οδηγήσω κάπου: Έβγαλε τα κατσίκια απ΄ το μαντρί και τα πρόγκηξε κατά το βοσκοτόπι. Πρόγκηξε το σκυλί, για να μην πλησιάσει στα φαγητά.

prod: Stimulate or persuade (someone who is reluctant or slow) to do something.

The prodders.


Μ' αρέσει και το «ξετοπώσω», που γράφει αμέσως μετά ο Καζαντζάκης, μεταφορικό κι αυτό, δηλαδή μετατοπιστικό.
 
Top