Κάπου έγραψα προ ημερών «σαν χάννος» και τήρησα πιστά τις υποδείξεις για το διπλό «ν» παρά τη δυσνίκητη επιθυμία για απλοποίηση. Διάβαζα σήμερα ένα σημείωμα του Γιάννη Χάρη και πέφτω πάνω σ’ ένα «και ας τσιμπάω εγώ ο χάνος». Δαγκώθηκα. Μπας και υπήρξα υπέρ το δέον μπαμπινιωτικός και μου κολλήσει ρετσινιά; :) Έτρεξα στα λεξικά και μόνο αφού τα κοίταξα όλα ησύχασα. Σύμφωνα με όλα, μα όλα, τα λεξικά ο χάννος το ψάρι (comber στα αγγλικά) εξακολουθεί να γράφεται με δύο «ν», αδιαλείπτως από τους ελληνιστικούς χρόνους και τους Δειπνοσοφιστές. Χάνοι (khans), κανονικά, ήταν ο Τζένγκις, ο Κουμπλάι και ο Αγά Χαν. Βεβαίως το ΛΝΕΓ επισημαίνει ότι η συνήθης ορθογραφία είναι χάνος, πράγμα που εύκολα αποδεικνύεται και με δυο γκουγκλιές: 18 «σαν χάννος», 3.600 «σαν χάνος».
Είναι τελικά μια μικρή ταλαιπωρία αυτά τα δύο «ν», ίσως πιο ταλαιπωρημένα και από άλλα διπλά σύμφωνα που προφέρονται σαν ένα. Έχω την εντύπωση ότι μόνο η έννοια και το εννοώ δεν ταλαιπωρούν και δεν ταλαιπωρούνται ιδιαίτερα. Αποκεί και πέρα το χάος.
Πάρτε το γεννάω: γεννήθηκα, γέννηση, γέννημα θρέμμα, γεννητούρια, ετοιμόγεννη, σαββατογεννημένος, υπογεννητικότητα, γεννήτρια, από γεννησιμιού. Αλλά από δίπλα, για να μας χαλάνε την εικόνα και τη σιγουριά: γενηθήτω (τα ανορθόγραφα με δύο «ν» κοντεύουν να είναι όσα και τα σωστά), όλα τα –γενής (ευγενής, θνησιγενής κ.λπ.) και τα –γένεια (οικογένεια, φωτογένεια κ.λπ.), οι γέννες αλλά οι γενεές, η γέννηση αλλά η γένεση, τα γενέθλια, η γενεαλογία, η γενέτειρα, η γενετική, οι γενετήσιες ορμές και η παλιγγενεσία.
Σάμπως το εννιά με τα ένατος και το ενενήντα και μετά εννιακόσια; Για να μη θυμηθώ την τυραννία των τυράννων. Παρηγοριά: μερικές χιλιάδες στραβοδιπλωμένα *τύρρανοι και *τυρρανίες δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τα πάνω από 300.000 *tyrrany που δίνει το Altavista!
Ευτυχώς ξεκίνησα νωρίς να λύνω τους ορθογραφικούς γρίφους μέσω ετυμολόγησης και δεν είχα πρόβλημα με την Πελοπόννησο ή την παλιννόστηση. Αλλά ήρθαν οι ορθογραφικές απλοποιήσεις και οι μπαμπινιωτικές ιστορικές-ετυμολογικές ορθογραφίες να ταράξουν τα νερά. Για παράδειγμα, δεν απλοποιήθηκε μόνο ο τόννος (tonne) αλλά και ο τόννος (ο παλιός θύννος) και γελάω μόνος μου με αυτά που γράφω.
Και τι να πει κανείς για την κάννη; Στο ΛΚΝ (και στον Κριαρά και το Μείζον): κάννη (και μονόκαννο, δίκαννο κ.τ.ό.), κανναβάτσο, καννάβι και κάνναβη και κανναβούρι. Όλα τα άλλα με ένα «ν»: κανιά, καλαμοκάνης, κανάτα, κανέλα, κανελόνι, κάνουλα, κανόνι και παράγωγα. Μακρύκαννη η καραμπίνα αλλά στραβοκάνης ο ποδοσφαιριστής.
Στο ΛΝΕΓ όλα αυτά με την ετυμολογική ορθογραφία: και κάννουλα και καννόνι και καννελόνι.
Η αγορά βέβαια έχει μπερδέψει τα … κανιά της. Δεν υπάρχει κανένας που να γράφει καννόνι ή καννάτα, αλλά οι περισσότεροι γράφουν καναβάτσο (συντριπτικά) και καναβούρι (με μικρή διαφορά). Για να μην πούμε πόσα κάνη, δίκανο ή κάναβη κυκλοφορούν. Θα έχω άδικο να προβλέψω ότι στο μέλλον η τάση θα είναι να γράφονται όλα αυτά με ένα «ν»; Πάντως, είναι πιο πιθανό σενάριο από το να γίνουν όλα με δύο «ν». Το πολύ να κρατήσουμε τις Κάννες με δύο…
Θα μου πείτε ότι εδώ δεν είμαστε σίγουροι για την ίδια μας τη μάνα. Πλέον στη μάνα είναι μόνο ένα (το «ν») παρέα με τα απλοποιημένα μαμά και μαμή (και μανούλι). Το ίδιο και στη νονά. Το ΛΝΕΓ υποστηρίζει τις ετυμολογικές γραφές μάννα και νοννά (και μαννούλι), αλλά μάλλον θα μείνει, από την Αγία Γραφή, μόνο το μάννα εξ ουρανού. Έτσι πάντως δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε παραμάννα (που μας νταντεύει, κατά το ΛΝΕΓ) και παραμάνα (που μας καρφιτσώνει).
Τα εντελώς ξενικά συμφωνούν όλοι ότι απλοποιούνται: έτσι, ο κανίβαλος και το τένις και το σκάνερ. Και δεν σκαλίζουμε τα τσανάκια, από το τουρκικό çanak, ακόμα κι αν προέρχεται αυτό από κάποιο σαννάκιον (επίσης στους Δειπνοσοφιστές). Επίσης, δεν πειράζουμε τα καθιερωμένα κύρια ονόματα, ιδίως τα εξελληνισμένα: Αννίβας, Γεννησαρέτ, Ιννοκέντιος, Λινναίος, Ούννοι και Φίννοι. Η αλήθεια είναι ότι τη Βόννη, τη Βιέννη και τη Λωζάννη (και τις Κάννες) τις έχουμε καταταλαιπωρήσει.
Βεβαίως, από την απλοποίηση απειλήθηκε και ο Γιάννης (το όνομα όχι ο Χάρης), π.χ. Γιάνης Βηλαράς και Γιάνης Κορδάτος, αλλά αγνοούμε τη δική τους προτίμηση, όπως συχνά και στην περίπτωση του Ιάνη Ξενάκη. Τσεκάρω, ΟΚ, τα Γιάννενα και τα Γιαννιτσά δεν έχουν ακόμα απλοποιηθεί, αλλά μας τα χαλάει ο κομπογιαννίτης, γιατί, αν βγαίνει από το «γιαίνω», θα πρέπει ίσως να τον γράφουμε κομπογιανίτη (μόνο το ΛΝΕΓ προβληματίζεται, πάντως).
Μετά απ’ όλα αυτά θα ψεύδεται όποιος ισχυριστεί ότι δεν έχει προβλήματα με τα «ν». Και για να γίνει πιο πρακτικό αυτό το σημείωμα, προτείνω να ξεμπερδεύουμε τουλάχιστον με το χάννο. Να τον κάνουμε χάνο, όπως γράφεται ήδη στον Πάπυρο και στο Παπυράκι. Εκτός κι αν μου γίνει το χατίρι και ξανακάνουμε τον τόνο τόννο.
Είναι τελικά μια μικρή ταλαιπωρία αυτά τα δύο «ν», ίσως πιο ταλαιπωρημένα και από άλλα διπλά σύμφωνα που προφέρονται σαν ένα. Έχω την εντύπωση ότι μόνο η έννοια και το εννοώ δεν ταλαιπωρούν και δεν ταλαιπωρούνται ιδιαίτερα. Αποκεί και πέρα το χάος.
Πάρτε το γεννάω: γεννήθηκα, γέννηση, γέννημα θρέμμα, γεννητούρια, ετοιμόγεννη, σαββατογεννημένος, υπογεννητικότητα, γεννήτρια, από γεννησιμιού. Αλλά από δίπλα, για να μας χαλάνε την εικόνα και τη σιγουριά: γενηθήτω (τα ανορθόγραφα με δύο «ν» κοντεύουν να είναι όσα και τα σωστά), όλα τα –γενής (ευγενής, θνησιγενής κ.λπ.) και τα –γένεια (οικογένεια, φωτογένεια κ.λπ.), οι γέννες αλλά οι γενεές, η γέννηση αλλά η γένεση, τα γενέθλια, η γενεαλογία, η γενέτειρα, η γενετική, οι γενετήσιες ορμές και η παλιγγενεσία.
Σάμπως το εννιά με τα ένατος και το ενενήντα και μετά εννιακόσια; Για να μη θυμηθώ την τυραννία των τυράννων. Παρηγοριά: μερικές χιλιάδες στραβοδιπλωμένα *τύρρανοι και *τυρρανίες δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τα πάνω από 300.000 *tyrrany που δίνει το Altavista!
Ευτυχώς ξεκίνησα νωρίς να λύνω τους ορθογραφικούς γρίφους μέσω ετυμολόγησης και δεν είχα πρόβλημα με την Πελοπόννησο ή την παλιννόστηση. Αλλά ήρθαν οι ορθογραφικές απλοποιήσεις και οι μπαμπινιωτικές ιστορικές-ετυμολογικές ορθογραφίες να ταράξουν τα νερά. Για παράδειγμα, δεν απλοποιήθηκε μόνο ο τόννος (tonne) αλλά και ο τόννος (ο παλιός θύννος) και γελάω μόνος μου με αυτά που γράφω.
Και τι να πει κανείς για την κάννη; Στο ΛΚΝ (και στον Κριαρά και το Μείζον): κάννη (και μονόκαννο, δίκαννο κ.τ.ό.), κανναβάτσο, καννάβι και κάνναβη και κανναβούρι. Όλα τα άλλα με ένα «ν»: κανιά, καλαμοκάνης, κανάτα, κανέλα, κανελόνι, κάνουλα, κανόνι και παράγωγα. Μακρύκαννη η καραμπίνα αλλά στραβοκάνης ο ποδοσφαιριστής.
Στο ΛΝΕΓ όλα αυτά με την ετυμολογική ορθογραφία: και κάννουλα και καννόνι και καννελόνι.
Η αγορά βέβαια έχει μπερδέψει τα … κανιά της. Δεν υπάρχει κανένας που να γράφει καννόνι ή καννάτα, αλλά οι περισσότεροι γράφουν καναβάτσο (συντριπτικά) και καναβούρι (με μικρή διαφορά). Για να μην πούμε πόσα κάνη, δίκανο ή κάναβη κυκλοφορούν. Θα έχω άδικο να προβλέψω ότι στο μέλλον η τάση θα είναι να γράφονται όλα αυτά με ένα «ν»; Πάντως, είναι πιο πιθανό σενάριο από το να γίνουν όλα με δύο «ν». Το πολύ να κρατήσουμε τις Κάννες με δύο…
Θα μου πείτε ότι εδώ δεν είμαστε σίγουροι για την ίδια μας τη μάνα. Πλέον στη μάνα είναι μόνο ένα (το «ν») παρέα με τα απλοποιημένα μαμά και μαμή (και μανούλι). Το ίδιο και στη νονά. Το ΛΝΕΓ υποστηρίζει τις ετυμολογικές γραφές μάννα και νοννά (και μαννούλι), αλλά μάλλον θα μείνει, από την Αγία Γραφή, μόνο το μάννα εξ ουρανού. Έτσι πάντως δεν μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε παραμάννα (που μας νταντεύει, κατά το ΛΝΕΓ) και παραμάνα (που μας καρφιτσώνει).
Τα εντελώς ξενικά συμφωνούν όλοι ότι απλοποιούνται: έτσι, ο κανίβαλος και το τένις και το σκάνερ. Και δεν σκαλίζουμε τα τσανάκια, από το τουρκικό çanak, ακόμα κι αν προέρχεται αυτό από κάποιο σαννάκιον (επίσης στους Δειπνοσοφιστές). Επίσης, δεν πειράζουμε τα καθιερωμένα κύρια ονόματα, ιδίως τα εξελληνισμένα: Αννίβας, Γεννησαρέτ, Ιννοκέντιος, Λινναίος, Ούννοι και Φίννοι. Η αλήθεια είναι ότι τη Βόννη, τη Βιέννη και τη Λωζάννη (και τις Κάννες) τις έχουμε καταταλαιπωρήσει.
Βεβαίως, από την απλοποίηση απειλήθηκε και ο Γιάννης (το όνομα όχι ο Χάρης), π.χ. Γιάνης Βηλαράς και Γιάνης Κορδάτος, αλλά αγνοούμε τη δική τους προτίμηση, όπως συχνά και στην περίπτωση του Ιάνη Ξενάκη. Τσεκάρω, ΟΚ, τα Γιάννενα και τα Γιαννιτσά δεν έχουν ακόμα απλοποιηθεί, αλλά μας τα χαλάει ο κομπογιαννίτης, γιατί, αν βγαίνει από το «γιαίνω», θα πρέπει ίσως να τον γράφουμε κομπογιανίτη (μόνο το ΛΝΕΓ προβληματίζεται, πάντως).
Μετά απ’ όλα αυτά θα ψεύδεται όποιος ισχυριστεί ότι δεν έχει προβλήματα με τα «ν». Και για να γίνει πιο πρακτικό αυτό το σημείωμα, προτείνω να ξεμπερδεύουμε τουλάχιστον με το χάννο. Να τον κάνουμε χάνο, όπως γράφεται ήδη στον Πάπυρο και στο Παπυράκι. Εκτός κι αν μου γίνει το χατίρι και ξανακάνουμε τον τόνο τόννο.