Costas
¥
Το βάζω εδώ, γιατί είναι πρόβλημα δημιουργίας όρου στα ελληνικά, και όχι πρόβλημα μεταφραστικό.
Δεν έχουμε διαφορετικούς όρους για τα turkish και turkic. Λέμε "τουρκική γλώσσα" (turkish) και οι τουρκικές γλώσσες (turkic). Ιδού τι λένε τα λεξικά:
ΛΝΕΓ
τουρκικός, -ή, -ό κ. (καθημ.) τούρκικος, η, -ο 1. αυτός που σχετίζεται με την Τουρκία, τον πολιτισμό και τους κατοίκους της: .. στυλ / καφές / λουτρά (χαμάμ) / τουαλέτα (χωρίς λεκάνη στην οποία κάθεται κανείς κατά την αφόδευση) 2. αυτός που σχετίζεται με τα μέλη διαφόρων λαών μογγολικής προελεύσεως και ποικίλων ανθρωπολογικών τύπων, όπως οι Ουζμπέκοι. οι Καζάχοι, οι Κιργίζιοι. οι Τάταροι κ.ά: .. γλώσσες / λαοί.
Βεβαίως, τι θα μπορούσε να λέει το λεξικό, όταν η γλωσσολογική κοινότητα δεν έχει θεσπίσει κάτι άλλο, που να λύνει το πρόβλημα;
Χειρότερα το ΛΚΝ, που δεν γνωρίζει καν τη σημ. 2 του ΛΝΕΓ, δηλ. το turkic:
τουρκικός -ή -ό [tur<k>ikós] E1 & τούρκικος -η -ο [túr<k>ikos] E5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tουρκία ή στους Tούρκους ή που προέρχεται από την Tουρκία ή συνηθίζεται από τους Tούρκους: ~ ποταμός. Tουρκικά βουνά / παράλια / σύνορα / προϊόντα. ~ στρατός / λαός. ~ ζυγός. Tουρκική πολιτική. Tουρκική γλώσσα. Tούρκικος καφές, που τον βράζουν με ζάχαρη στο μπρίκι και τον σερβίρουν σε μικρό φλιτζάνι· ελληνικός. Tούρκικος καμπινές / τούρκικη λεκάνη, λεκάνη αποχωρητηρίου χωρίς κάθισμα. || (ως ουσ.) τα τουρκικά, τα τούρκικα, η τουρκική, η τουρκική γλώσσα: Συνεννοείται καλά στα τουρκικά. Ξέρει καλά τα τούρκικα. τουρκικά & τούρκικα EΠIPP σε τουρκική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Τούρκ(ος) -ικός· Τούρκ(ος) -ικος]
Συνοπτικά: απουσία ειδικού όρου. Με αποτέλεσμα, πολλοί στο ίντερνετ να χρησιμοποιούν τον όρο turkic αυτούσιο [1], [2]. Κάποιοι κολλάνε το "τουρκογενής" σε παρένθεση, δίπλα στο turkic, ή αντιστρόφως. Το ΛΝΕΓ λέει για το "τουρκογενής":
τουρκογενής, -ής. -ές Ι 18991 {τουρκογεν-ούς Ι -είς (ουδ. -ή)Ι αυτός που προέρχεται από την Τουρκία ή την τουρκική γλώσσα: επών'υμο. .. ΣΧΟΛΙΟ λ. -ης. ης, -ες.
[ΕΤΥΜ. < τουρκο + -γενής < γένος].
Το ΛΚΝ δεν έχει καν τη λέξη "τουρκογενής".
Το τουρκογενής, παρότι δεν είναι λύση κατ' εμέ, προσωρινά λέω να το χρησιμοποιήσω, ελλείψει άλλου, πραγματικού όρου. Αλλά φυσικά δεν μ' αρέσει.
Οι Γάλλοι έχουν το ίδιο πρόβλημα, αλλά τουλάχιστον σε περιβάλλον ειδικών χρησιμοποιούν τον όρο tork. Το Grand Robert:
III Adj. et n. | Turc, turque, ou tόrk (invar. en genre). Ethnol., hist. D'un peuple d'Asie centrale, dont les divers elements parlent des langues apparentees au groupe ouralo-altaique, et dont les migrations conquerantes aboutirent au Xe siecle au Moyen-Orient et en Anatolie (Turquie moderne), ou' furent fondes les empires seldjoukide et ottoman (→ ci-dessus I., 1.).
* Ling. | Langues turques, du groupe turc : langues d'un groupe important, apparentees aux langues ouralo-altaiques et parlees en Siberie (yakoute, tatar), dans l'Altai, en Asie centrale (kazakhe, kirghiz, ouzbek, turkmene), dans le Caucase et enfin dans l'Anatolie et les Balkans (turc proprement dit). — N. m. | Le turc : la langue du groupe turc parlee en Turquie. | Mots francais empruntes au turc (ex. : bergamote, cafetan, chacal, 3. chagrin, cravache, kiosque, odalisque, pacha, serail, tulipe, turban). | Mots arabes, persans, empruntes par le turc. — REM. Dans ce sens, les specialistes ecrivent tόrk.
Το Tresor de la Langue Francaise, αντιθέτως, δεν γνωρίζει αυτό το tork.
Οι Ιταλοί έχουν λύσει το πρόβλημα: turco και turchico.
Δεν έχει για μένα σημασία ποια θα είναι η λέξη στα ελληνικά για το turkic, και αν θα είναι κομψή κλπ., αρκεί να φτιαχτεί όρος, όχι βέβαια από μένα αλλά από τους γλωσσολόγους/εθνολόγους ή ακόμα και από τον αρμόδιο ορολογικό φορέα. Θα τον φορέσω, όποιος κι αν είναι.
Δεν έχουμε διαφορετικούς όρους για τα turkish και turkic. Λέμε "τουρκική γλώσσα" (turkish) και οι τουρκικές γλώσσες (turkic). Ιδού τι λένε τα λεξικά:
ΛΝΕΓ
τουρκικός, -ή, -ό κ. (καθημ.) τούρκικος, η, -ο 1. αυτός που σχετίζεται με την Τουρκία, τον πολιτισμό και τους κατοίκους της: .. στυλ / καφές / λουτρά (χαμάμ) / τουαλέτα (χωρίς λεκάνη στην οποία κάθεται κανείς κατά την αφόδευση) 2. αυτός που σχετίζεται με τα μέλη διαφόρων λαών μογγολικής προελεύσεως και ποικίλων ανθρωπολογικών τύπων, όπως οι Ουζμπέκοι. οι Καζάχοι, οι Κιργίζιοι. οι Τάταροι κ.ά: .. γλώσσες / λαοί.
Βεβαίως, τι θα μπορούσε να λέει το λεξικό, όταν η γλωσσολογική κοινότητα δεν έχει θεσπίσει κάτι άλλο, που να λύνει το πρόβλημα;
Χειρότερα το ΛΚΝ, που δεν γνωρίζει καν τη σημ. 2 του ΛΝΕΓ, δηλ. το turkic:
τουρκικός -ή -ό [tur<k>ikós] E1 & τούρκικος -η -ο [túr<k>ikos] E5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Tουρκία ή στους Tούρκους ή που προέρχεται από την Tουρκία ή συνηθίζεται από τους Tούρκους: ~ ποταμός. Tουρκικά βουνά / παράλια / σύνορα / προϊόντα. ~ στρατός / λαός. ~ ζυγός. Tουρκική πολιτική. Tουρκική γλώσσα. Tούρκικος καφές, που τον βράζουν με ζάχαρη στο μπρίκι και τον σερβίρουν σε μικρό φλιτζάνι· ελληνικός. Tούρκικος καμπινές / τούρκικη λεκάνη, λεκάνη αποχωρητηρίου χωρίς κάθισμα. || (ως ουσ.) τα τουρκικά, τα τούρκικα, η τουρκική, η τουρκική γλώσσα: Συνεννοείται καλά στα τουρκικά. Ξέρει καλά τα τούρκικα. τουρκικά & τούρκικα EΠIPP σε τουρκική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Τούρκ(ος) -ικός· Τούρκ(ος) -ικος]
Συνοπτικά: απουσία ειδικού όρου. Με αποτέλεσμα, πολλοί στο ίντερνετ να χρησιμοποιούν τον όρο turkic αυτούσιο [1], [2]. Κάποιοι κολλάνε το "τουρκογενής" σε παρένθεση, δίπλα στο turkic, ή αντιστρόφως. Το ΛΝΕΓ λέει για το "τουρκογενής":
τουρκογενής, -ής. -ές Ι 18991 {τουρκογεν-ούς Ι -είς (ουδ. -ή)Ι αυτός που προέρχεται από την Τουρκία ή την τουρκική γλώσσα: επών'υμο. .. ΣΧΟΛΙΟ λ. -ης. ης, -ες.
[ΕΤΥΜ. < τουρκο + -γενής < γένος].
Το ΛΚΝ δεν έχει καν τη λέξη "τουρκογενής".
Το τουρκογενής, παρότι δεν είναι λύση κατ' εμέ, προσωρινά λέω να το χρησιμοποιήσω, ελλείψει άλλου, πραγματικού όρου. Αλλά φυσικά δεν μ' αρέσει.
Οι Γάλλοι έχουν το ίδιο πρόβλημα, αλλά τουλάχιστον σε περιβάλλον ειδικών χρησιμοποιούν τον όρο tork. Το Grand Robert:
III Adj. et n. | Turc, turque, ou tόrk (invar. en genre). Ethnol., hist. D'un peuple d'Asie centrale, dont les divers elements parlent des langues apparentees au groupe ouralo-altaique, et dont les migrations conquerantes aboutirent au Xe siecle au Moyen-Orient et en Anatolie (Turquie moderne), ou' furent fondes les empires seldjoukide et ottoman (→ ci-dessus I., 1.).
* Ling. | Langues turques, du groupe turc : langues d'un groupe important, apparentees aux langues ouralo-altaiques et parlees en Siberie (yakoute, tatar), dans l'Altai, en Asie centrale (kazakhe, kirghiz, ouzbek, turkmene), dans le Caucase et enfin dans l'Anatolie et les Balkans (turc proprement dit). — N. m. | Le turc : la langue du groupe turc parlee en Turquie. | Mots francais empruntes au turc (ex. : bergamote, cafetan, chacal, 3. chagrin, cravache, kiosque, odalisque, pacha, serail, tulipe, turban). | Mots arabes, persans, empruntes par le turc. — REM. Dans ce sens, les specialistes ecrivent tόrk.
Το Tresor de la Langue Francaise, αντιθέτως, δεν γνωρίζει αυτό το tork.
Οι Ιταλοί έχουν λύσει το πρόβλημα: turco και turchico.
Δεν έχει για μένα σημασία ποια θα είναι η λέξη στα ελληνικά για το turkic, και αν θα είναι κομψή κλπ., αρκεί να φτιαχτεί όρος, όχι βέβαια από μένα αλλά από τους γλωσσολόγους/εθνολόγους ή ακόμα και από τον αρμόδιο ορολογικό φορέα. Θα τον φορέσω, όποιος κι αν είναι.