sarant
¥
Το ερώτημα είναι γλωσσικό, μην πάρετε το ρήμα στην κυριολεξία του -ξέρουμε άλλωστε πως μέσα στα χρόνια της κρίσης η οικοδομική δραστηριότητα έχει μειωθεί κιεγωδενξερωπόσο τοις εκατό.
Εννοώ, την ορμητική εξάπλωση της (μεταφορικής) χρήσης του ρήματος "χτίζω" (ή κτίζω) τα τελευταία χρόνια, κάτι που δεν φαίνεται να το έχουμε σχολιάσει εδώ.
Παίρνω αφορμή από μια φράση αγαπητού συλλεξιλόγου που την είδα πρόσφατα σε κάποιο άλλο φόρουμ, όπου έγραφε ότι "πρέπει να χτίσουν στρατηγική". Για να μην παρεξηγηθώ, δεν το γράφω για να τον ξεμπροστιάσω -αλλά όπως θα λέγαμε ότι την τάδε αξιοσημείωτη χρήση τη βρήκα, π.χ., στον Σεφέρη.
Πριν από μερικά χρόνια δεν θα το έλεγε έτσι ο αγαπητός φίλος, είμαι βέβαιος. Θα έλεγε "να χαράξουν στρατηγική" ή να εκπονήσουν ή να καταστρώσουν ή κάποιο άλλο ρήμα -που μπορεί να το χρησιμοποιεί και τώρα, σε άλλη ευκαιρία, δεν υπάρχει αποκλειστικότητα σε αυτά.
Τώρα όμως έγραψε 'χτίζω', όπως άλλοι (από το γκουγκλ τα παίρνω) χτίζουν καριέρα, χτίζουν εμπιστοσύνη, χτίζουν συμμαχίες ή όπως το υπουργείο ανακοίνωνε πως οι φορολογούμενοι πρέπει να μαζέψουν τόσες αποδείξεις για να 'χτίσουν το αφορολόγητο'. Εννοείται ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται το ρήμα και στην κυριολεξία του, ακόμα χτίζουμε σπίτια και σχολεία.
Ασφαλώς αρχικά επέδρασε το αγγλικό build, αλλά τώρα πια το χτίζω χρησιμοποιείται και σε χρήσεις που δεν είναι μεταφορά από τα αγγλικά -ενώ το 'χτίζω εμπιστοσύνη' είναι. Ίσως στην εδραίωση του κάλκου να έπαιξε ρόλο ότι το "χτίζω" δίνει την εικόνα της επίπονης και σχετικά μακρόχρονης προσπάθειας -που δεν τη δίνει π.χ. το 'χαράζω στρατηγική'.
Δεν το χρησιμοποιώ, αλλά δεν με ενοχλεί και τόσο. Τουλάχιστον είναι ένα ρήμα λαϊκό, και αξιοσημείωτο είναι πως συνήθως χρησιμοποιείται με τον λαϊκότερο τύπο του, χτίζω αντί για κτίζω, δηλαδή διατηρεί το, αφορεσμένο στον γραπτό μας λόγο, χτ.
Βέβαια, κάποιοι μπορεί να χρησιμοποιούν το λογιότερο "οικοδομώ" αν και παρατηρώ ότι υπάρχει ένας καταμερισμός: όταν έχουμε ρήμα, προτιμάμε το "χτίζω" (ή κτίζω) και όταν έχουμε ουσιαστικό την οικοδόμηση και όχι το χτίσιμο. Τα "μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης" (confidence-building measures) είναι όρος που έχει τα χρονάκια του.
Εννοώ, την ορμητική εξάπλωση της (μεταφορικής) χρήσης του ρήματος "χτίζω" (ή κτίζω) τα τελευταία χρόνια, κάτι που δεν φαίνεται να το έχουμε σχολιάσει εδώ.
Παίρνω αφορμή από μια φράση αγαπητού συλλεξιλόγου που την είδα πρόσφατα σε κάποιο άλλο φόρουμ, όπου έγραφε ότι "πρέπει να χτίσουν στρατηγική". Για να μην παρεξηγηθώ, δεν το γράφω για να τον ξεμπροστιάσω -αλλά όπως θα λέγαμε ότι την τάδε αξιοσημείωτη χρήση τη βρήκα, π.χ., στον Σεφέρη.
Πριν από μερικά χρόνια δεν θα το έλεγε έτσι ο αγαπητός φίλος, είμαι βέβαιος. Θα έλεγε "να χαράξουν στρατηγική" ή να εκπονήσουν ή να καταστρώσουν ή κάποιο άλλο ρήμα -που μπορεί να το χρησιμοποιεί και τώρα, σε άλλη ευκαιρία, δεν υπάρχει αποκλειστικότητα σε αυτά.
Τώρα όμως έγραψε 'χτίζω', όπως άλλοι (από το γκουγκλ τα παίρνω) χτίζουν καριέρα, χτίζουν εμπιστοσύνη, χτίζουν συμμαχίες ή όπως το υπουργείο ανακοίνωνε πως οι φορολογούμενοι πρέπει να μαζέψουν τόσες αποδείξεις για να 'χτίσουν το αφορολόγητο'. Εννοείται ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται το ρήμα και στην κυριολεξία του, ακόμα χτίζουμε σπίτια και σχολεία.
Ασφαλώς αρχικά επέδρασε το αγγλικό build, αλλά τώρα πια το χτίζω χρησιμοποιείται και σε χρήσεις που δεν είναι μεταφορά από τα αγγλικά -ενώ το 'χτίζω εμπιστοσύνη' είναι. Ίσως στην εδραίωση του κάλκου να έπαιξε ρόλο ότι το "χτίζω" δίνει την εικόνα της επίπονης και σχετικά μακρόχρονης προσπάθειας -που δεν τη δίνει π.χ. το 'χαράζω στρατηγική'.
Δεν το χρησιμοποιώ, αλλά δεν με ενοχλεί και τόσο. Τουλάχιστον είναι ένα ρήμα λαϊκό, και αξιοσημείωτο είναι πως συνήθως χρησιμοποιείται με τον λαϊκότερο τύπο του, χτίζω αντί για κτίζω, δηλαδή διατηρεί το, αφορεσμένο στον γραπτό μας λόγο, χτ.
Βέβαια, κάποιοι μπορεί να χρησιμοποιούν το λογιότερο "οικοδομώ" αν και παρατηρώ ότι υπάρχει ένας καταμερισμός: όταν έχουμε ρήμα, προτιμάμε το "χτίζω" (ή κτίζω) και όταν έχουμε ουσιαστικό την οικοδόμηση και όχι το χτίσιμο. Τα "μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης" (confidence-building measures) είναι όρος που έχει τα χρονάκια του.