Τουρκάλα

altan

Member
2016-07-24_13-34-36.jpga.jpg

Should it be "two Turkish men", not "two Turkish women"? After the massacre, they wash and water turns red.
Just as the picture at below, a drunken "Τουρκάλα" with yathagan.

2016-07-24_13-32-13.jpg
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Hi, Altan
The Greek word is not «Τουρκάλα», i.e. Turkish woman, but «Τουρκαλάς» (plural Τουρκαλάδες), a somewhat derogative term for a Turkish man.
The plural for Τουρκάλα is Τουρκάλες.
The English translation is wrong.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Τουρκάλα, Τουρκίδα, Τούρκισσα;


Ο καραντερβίσης - Σπύρος Κορώνης & Ιωάννης Φίλανδρος


Μελαμψή και σγουρομάλλα
μοιάζει λίγο με Τσερκέζα
μοιάζει λίγο με Τουρκάλα
μελαμψή και σγουρομάλλα

Σαν το κυπαρίσσι στέκει
πωπωπώ μια γυναικάρα
πωπώ, θεέ μου, ένα ντερέκι
σαν το κυπαρίσσι στέκει

Γεια σου, ρε καραντερβίση, η ντερβίσω να σου ζήσει
η ντερβίσω να σου ζήσει, γεια σου, ρε καραντερβίση

...
Θέλω πολλές, γυναίκες θέλω πολλές
θέλω πολλές κι απ’ όλες τις φυλές
Θέλω πολλές, γυναίκες θέλω πολλές
θέλω πολλές, ξανθιές, μελαχρινές

Στέφανος Κιουπρούλης (ή Χοντρονάκος) - Μαριώ

...

Μία Τουρκάλα να μου πατάει το ναργιλέ
και μια Σπανιόλα να μου χορεύει ολέ


Γυφτοπούλα - Γιώργος Μπάτης


Δεν μπορώ να καταλάβω, Τούρκα είσαι γιά Ρωμιά
γιά Εγγλέζα, γιά Φραντσέζα, που 'χεις τόση εμορφιά

Όταν βάνεις το παπάζι με τη φούντα τη χρυσή
τρέμει ο ουρανός να πέσει με τ' αστέρια του μαζί


...
Ti Kako (Τι κακό έκανα ο καημένος)


Τι κακό έκανα ο καημένος και με λεν όλοι φονιά;
Μήνα σκότωσα κανένα, μήνα φίλησα καμιά;

Στην απάνω γειτονιά μου αγαπώ κι εγώ μια νια
τ' όνομά της δεν το ξέρω, Τούρκα είναι γιά Ρωμιά
 

altan

Member
Hi, Altan
The Greek word is not «Τουρκάλα», i.e. Turkish woman, but «Τουρκαλάς» (plural Τουρκαλάδες), a somewhat derogative term for a Turkish man.
The plural for Τουρκάλα is Τουρκάλες.
The English translation is wrong.

So the same sense at "Τουρκιάς"? Not "Τουρκία".
 

daeman

Administrator
Staff member
So the same sense at "Τουρκιάς"? Not "Τουρκία".

Tουρκιά η [turká] (χωρίς πληθ.) : (μειωτ.) το τουρκικό έθνος, οι Tούρκοι: Ελληνικοί πληθυσμοί που έζησαν αιώνες μέσα στην ~. Πλάκωσε η ~.
[Τούρκ(ος) -ιά]

While we're at it, Altan, there's a verb, too, similarly to φραγκεύω which we've discussed over there:

τουρκεύω [turkévo] μππ. τουρκεμένος: (λαϊκότρ.) 1. αλλάζω πίστη και από χριστιανός γίνομαι μωαμεθανός· εξισλαμίζομαι: Tούρκεψαν για να σώσουν το κεφάλι τους. (έκφρ.) κάλλιο σκοτωμένος παρά τουρκεμένος. || (επέκτ.) για κπ. που δεν είναι συνεπής στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις: Aυτός τούρκεψε, ούτε τη Mεγάλη Παρασκευή δεν πάει στην εκκλησία. 2. υποδουλώνομαι στους Tούρκους: Ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει. 3. αγριεύω, θυμώνω πολύ· ΣYN ΦΡ γίνομαι Tούρκος. 4. για πράγμα που έχει χαθεί και που υποψιαζόμαστε ότι το έχει πάρει κάποιος: Δεν το βρίσκω το βιβλίο· πάει, τούρκεψε. [Τούρκ(ος) -εύω]

Εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε. :-)
 

altan

Member
Εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.

Certainly, Daemon; and thanks.
 
Top