Μου θυμίζετε μια επιστολή που πήρα από γνωστή δεξαμενή σκέψης στην Ελλάδα, στην οποία ο διευθυντής απευθυνόταν γενικά στους παραλήπτες με το χαιρετισμό: Αγαπητοί όλοι (=Dear all).
Το είδα κι εγώ πρόσφατα σε ηλεκτρονικό μήνυμα. Ο αποστολέας ήταν καθηγητής Πολυτεχνείου, το μήνυμα πάντως ήταν σχετικώς ανεπίσημο.
Σε μια εκδήλωση του συλλόγου γονέων στο σχολείο της κόρης μου, με θέμα "Η παιδική κι εφηβική εξέλιξη: ψυχοφυσιολογικοί προβληματισμοί", μια μητέρα απηύθυνε ερώτημα στον ομιλητή και χρησιμοποίησε τη φράση
να μπεις στα παπούτσια του (step into someone's shoes), εννοώντας προφανώς
να μπεις στη θέση του.
Το
θα σε πάρω πίσω (I'll call you back) έχει ήδη μπει στις ζωές μας, μάλλον ανεπιστρεπτί. Δεν θυμάμαι αν έχω αναφέρει πόσο συχνά βλέπω τελευταία το
είμαι Χ (I'm X) όπου Χ=αριθμός δηλώνων την ηλικία του γράφοντος, και κατ' επέκταση το
πόσο είσαι; αντί του
πόσων χρονών είσαι; χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι που να επιτρέπει να θεωρήσουμε ευκόλως εννοούμενο το ερώτημα.
Δεν ξέρω αν είναι άσκοποι οι αγγλισμοί ή όχι, ξέρω όμως ότι πληθαίνουν και ξέρω ότι με ενοχλούν. Ως μεταφράστρια είμαι πάντα σε επιφυλακή για να τους αποφύγω, ώστε αυτά που μεταφράζω να μοιάζουν φυσικά. Ίσως γι' αυτό με ενοχλεί τόσο το γεγονός ότι οι ίδιοι οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας δεν το επιδιώκουν αυτό - μου χαλάν τη μαγιονέζα, γιατί τώρα πρέπει να κάθομαι να σκέφτομαι μήπως τυχόν είναι
καλύτερα να βάλω αγγλισμό. Αλλά αυτοί βεβαίως δεν έχουν ανάγκη να
κάνουν τη γλώσσα να ακουστεί φυσική -
είναι φυσική, ό,τι και να κάνουν, εξ ορισμού, αφού είναι φυσικοί ομιλητές.
Ως χρήστης της γλώσσας νιώθω περήφανη να κατέχω τη γλώσσα μου και να την χρησιμοποιώ χωρίς να χρειαστεί να καταφύγω σε δάνεια - εκτός φυσικά κι αν δεν έχω άλλη επιλογή ή μάλλον αν
νομίζω ότι δεν έχω άλλη επιλογή. Μήπως όμως έχω και δεν το ξέρω; Πολύ πιθανό, αφού κανείς μας δεν τα ξέρει όλα. Μήπως κι αυτοί που το κάνουν νιώθουν έστω στιγμιαία, έστω ασυναίσθητα, ότι δεν έχουν αλλη επιλογή; Αφού αυτό τους έρχεται στο μυαλό, αυτό θα πουν, η άλλη επιλογή έστω κι αν υπάρχει δεν είναι διαθέσιμη άρα είναι σα να μην υπάρχει. Διαφέρω λοιπόν πραγματικά τόσο από αυτούς που πέφτουν στο αμάρτημα του αγγλισμού; Κι αν ναι, σε τι διαφέρω; Επειδή απλώς προσπαθώ πολύ περισσότερο να το αποφύγω; Έχει κάποια αξία όμως αυτό, πέρα από την εφαρμογή του στο επάγγελμά μου; Και γιατί με ενοχλούν τόσο αυτές οι αλλαγές στη γλώσσα; Μήπως κι η γλώσσα που ήδη μιλώ και που είμαι περήφανη να κατέχω, δεν έχει ενσωματώσει αντίστοιχες επιρροές στο παρελθόν; Μήπως είμαι μια αρτηριοσκληρωτική γριά;
Σκέψεις...