Παύλος Σκινάς

I have a short excerpt about the above. Please forgive the accents; I'm on temporary medication, which at present prevents me concentrating for any length of time:-

Άρχιζε να τους μιλά με κάποιον αέρα ανωτερότητος με την κρυφή ελπίδα πως μια μέρα θα ερχότανε η σειρά του να τους ταπεινώσει...να τους δέχεται ορθός και ξερός για πέντε λεπτά, να τους κάνει να κλαυθμυρίζουν μπροστά του... Του φαινότανε τώρα πως αυτή θα είταν η δικαίωση της ζωής του..........
να του γλείψουνε τα πόδια, κι αυτουνού με τη σειρά του, οι ίδιοι άνθρωποι ή όμοιοί τους, αυτή η διευθύνουσα τάξη, που τόσο πάσχισε και βασανίστηκε και ντροπιάστηκε ώσπου να χωθεί και να στερεωθεί μέσα της.

Does the first bit mean 'to receive them, drawing himself up to his future height & brusquely' & the second ''to drive himself mad until he was involved & up to his eyes in it'.:confused:
 

daeman

Administrator
Staff member
...να τους δέχεται ορθός και ξερός για πέντε λεπτά, να τους κάνει να κλαυθμυρίζουν μπροστά του... Του φαινότανε τώρα πως αυτή θα είταν η δικαίωση της ζωής του..........

...standing and dry > erect and dry (haughty and impassive, cold)

ορθός: στητός, I think in this case.

ξερός : [...] 3. για ό,τι λέγεται χωρίς πολλά λόγια, απότομα, ψυχρά: Ξερή απάντηση. Mας είπε μόνο μια ξερή καλημέρα / ένα ξερό ευχαριστώ / ένα ξερό ναι. || [...] Ξερό ύφος, χωρίς συναίσθημα.

In fact, you've managed this one very well yourself, both with "drawing himself up to his future height" and with "brusquely".
My alternatives are just a bit more explanatory, trying to draw the picture, not better.

να του γλείψουνε τα πόδια, κι αυτουνού με τη σειρά του, οι ίδιοι άνθρωποι ή όμοιοί τους, αυτή η διευθύνουσα τάξη, που τόσο πάσχισε και βασανίστηκε και ντροπιάστηκε ώσπου να χωθεί και να στερεωθεί μέσα της.
...

...and humiliated himself until he managed to creep in and secure his position (i.e. establish himself as a member of the ruling class)

or was humiliated, can't say which one without more context, ντροπιάζω / ντροπιάζομαι

χώνω / χώνομαι : [...] 4. (μτφ., οικ.) βολεύω κπ. σε μια δουλειά: Θα κοιτάξω να τον χώσω σε καμιά θεσούλα. Xώθηκε στο δημόσιο, τρύπωσε.

See also: get one's foot in the door.


In short, delusions of grandeur and vain aspirations, Theseus. The oppressed dreaming about becoming the oppressors.


"A Jedi Knight! Jeez, I'm out of it for a little while and everybody gets delusions of grandeur..." :devil:


Solo. Han Khan Solo.
 
Μερσί, Δαεμάνε. I've come across χώνομαι before but not στερεώνομαι: but my four dictionaries gave me no help. 'To tighten/fasten/make something stable' is a summary. The two persons mentioned in this passage are Paulos Skinas & a certain κ. Σφακοστάθης, whom the author despises. Τhe author also uses the form γλύφω instead of γλείφω. For χώνομαι they give 'nestle down, nestle up, snuggle, insinuate oneself into'. The latter I suppose is the most relevant.:clap::)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
στερεώνω / στερεώνομαι : [...] 2. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενισχύω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ: Ενέργειες που στερεώνουν τη φιλία. Στερεώνεται η εξουσία / η επιρροή κάποιου.

Usually for abstracts but not uncommon for persons. But there's also the variant, with a better entry:

στεριώνω / -ομαι: 1. (προφ., λογοτ.) γίνομαι στέρεος, σταθεροποιούμαι: Aν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γεφύρι δε στεριώνει. Δε στέριωσε ο γάμος τους· χώρισαν σ΄ ένα χρόνο. 2. βρίσκομαι, μένω κάπου μόνιμα: Στέριωσε στο χωριό της γυναίκας του, έμεινε μόνιμα. Δεν μπορώ να στεριώσω υπηρέτρια· όλες μού φεύγουν. Δεν μπόρεσε να στεριώσει σε καμιά δουλειά. 3. (μτφ., για αφηρ. έννοια) ενισχύω, ισχυροποιώ, σταθεροποιώ: Για να στεριώσει μια φιλία, χρειάζεται κατανόηση και αμοιβαίες υποχωρήσεις. (Nα ζήσετε) στεριωμένοι, ως ευχή σε νιόπαντρους.


My two cents on Greek dictionaries: I always, always have ΛΚΝ open in one tab of my browser, consulting it even for words that (I think) I know. My second choice these days is the Dictionary of the Academy, more recent and fresh, mainly descriptive but a heavy, barely manageable chunk of a book, and the third one is ΛΝΕΓ, also a chunk in print and clunky as a pdf, a good one, too, but sometimes prescriptive and a tad selective. Then come various other sources, with the 15 tomes of Dimitrakos as a super weapon, 50 years old now but still a devastating bombard, and finally, if all else fails, my non-secret weapon: scouring the internet for valid sources, praise T.B. Lee and the world-wide servers as well as the good people sharing the knowledge.

As for Greek < > English, without my long-trusted comrade in arms, GWord, I feel naked and unarmed.

Btw, for χώνω / χώνομαι in the sense discussed here, Gword has: steal, slide, creep, worm, lodge, all of them better with in(to). Insinuate oneself into is great for this sense, although a bit too formal as a translation of χώνομαι (τρυπώνω).

For γλείφω / γλύφω we have a thread —as if we wouldn't!— with an appropriate title: Ο γλείφτης και ο γλύπτης. :-)
 
Top