Theseus
¥
Here I am again, cap in hand, asking for help in a long passage of Greek text. At first sight I found it impossible to translate. After hours of reading & rereading it, I have managed to make good sense of it, apart from a few words or phrases that have floored me. It comes from a book I have of translation practice at various levels, easy to advanced so I challenged myself to tackle the final Greek into English piece. Here it is with the words I am stuck on in bold. These words (or phrases) lead me to seek for help. I have discovered that it is from 'Το χρονικό μιας Πολιτείας' by Παντελής Πρεβελάκης:-
Η πολιτεία προχώρησε από το ακροθαλάσσι στο μεσόγειο με μεγάλη προφύλαξη, σα να φοβόταν η ίδια το περίσσιο το ξάπλωμα, κι' έτσι, μέσα σε δέκα ή και δώδεκα -μπορεί και περισσότερους- αιώνες, απόμεινε μικρή και συμμαζεμένη, σαν αγαθό (silly?) θεριό πούχει τα πόδια του στο νερό και δεν του κάνει καρδιά να τα σύρει παραπέρα.
Από τή μέρα πού οί Βενετσάνοι τήν τειχογύρισαν από στεριάς — τότε πού χτίσαν καί τή φορτέτσα της θάλασσας (against the sea?) — κάθε φάρδεμα στάθηκε ανεβόλετο, κι' ή πολιτεία δικάστηκε νά σιγοσουρώνει μέσα στήν υγρασία πού μάζευε, έτσι χτισμένη που είταν με το πρόσωπο γυρισμένο στο βοριά.
Μόνο όταν, στα χρόνια τα δικά μας ένας-δυό από τους κεφλάδες του τόπου ξεθάρρεψαν να γκρεμίσουν ένα κομμάτι από κείνα τα τειχιά, το Ρέθεμνος ξεχύθηκε στα καμποχώραφα, διψασμένο γι' απλοχωριά κι ανοιχτόν αγέρα, και πήρε να σκαρφαλώνει τις πλαγιές ένα γύρο.
Ο πρώτος που έριξε εδώ ρίζα, και σα να πούμε, έσπειρε στην ερημιά την πολιτεία θάταν άνθρωπος γνωστικός, και μπορεί ταξιδεμένος, που ήρεξε να διάλεξει μέσα στο άφραγο χωράφι του Κυρίου τον τόπο για να στήσει το καλύβι του.
Περιγιάλι καθαρό και πλατύ, με ψιλή κι άσπρην άμμο, ξεκινά από την ανατολική Πόρτα του Ρεθέμνου και φεύγει θαρρείς σαν καροτσόδρομος να πάει να βρει τη πρώτη χώρα του νησιού, το Μεγαλόκαστρο.
Από την άλλη μεριά, που πέφτουν τα Χανιά, μια μολυβένια βραχουριά - να τη θωρείς και να φοβάσαι! - κατακυλά τα κοτρώνια της ίσαμε τα πόδια του μουράγιου.
Το Ρέθεμνος, μαθές, είναι χτισμένο πάνω στο σύνορο της ημεράδας και της αγριάδας. Η αγριωπή μεριά σε καλεί, τον καιρό της χειμωνιάς, να θαμάζεσαι τον πόλεμο που κάνει το πέλαγο με τους βράχους, που στέκουν εκεί σα δυναμάρια να διαφεντεύουν την πολιτεία στον αιώνα. :curse::angry:
Η πολιτεία προχώρησε από το ακροθαλάσσι στο μεσόγειο με μεγάλη προφύλαξη, σα να φοβόταν η ίδια το περίσσιο το ξάπλωμα, κι' έτσι, μέσα σε δέκα ή και δώδεκα -μπορεί και περισσότερους- αιώνες, απόμεινε μικρή και συμμαζεμένη, σαν αγαθό (silly?) θεριό πούχει τα πόδια του στο νερό και δεν του κάνει καρδιά να τα σύρει παραπέρα.
Από τή μέρα πού οί Βενετσάνοι τήν τειχογύρισαν από στεριάς — τότε πού χτίσαν καί τή φορτέτσα της θάλασσας (against the sea?) — κάθε φάρδεμα στάθηκε ανεβόλετο, κι' ή πολιτεία δικάστηκε νά σιγοσουρώνει μέσα στήν υγρασία πού μάζευε, έτσι χτισμένη που είταν με το πρόσωπο γυρισμένο στο βοριά.
Μόνο όταν, στα χρόνια τα δικά μας ένας-δυό από τους κεφλάδες του τόπου ξεθάρρεψαν να γκρεμίσουν ένα κομμάτι από κείνα τα τειχιά, το Ρέθεμνος ξεχύθηκε στα καμποχώραφα, διψασμένο γι' απλοχωριά κι ανοιχτόν αγέρα, και πήρε να σκαρφαλώνει τις πλαγιές ένα γύρο.
Ο πρώτος που έριξε εδώ ρίζα, και σα να πούμε, έσπειρε στην ερημιά την πολιτεία θάταν άνθρωπος γνωστικός, και μπορεί ταξιδεμένος, που ήρεξε να διάλεξει μέσα στο άφραγο χωράφι του Κυρίου τον τόπο για να στήσει το καλύβι του.
Περιγιάλι καθαρό και πλατύ, με ψιλή κι άσπρην άμμο, ξεκινά από την ανατολική Πόρτα του Ρεθέμνου και φεύγει θαρρείς σαν καροτσόδρομος να πάει να βρει τη πρώτη χώρα του νησιού, το Μεγαλόκαστρο.
Από την άλλη μεριά, που πέφτουν τα Χανιά, μια μολυβένια βραχουριά - να τη θωρείς και να φοβάσαι! - κατακυλά τα κοτρώνια της ίσαμε τα πόδια του μουράγιου.
Το Ρέθεμνος, μαθές, είναι χτισμένο πάνω στο σύνορο της ημεράδας και της αγριάδας. Η αγριωπή μεριά σε καλεί, τον καιρό της χειμωνιάς, να θαμάζεσαι τον πόλεμο που κάνει το πέλαγο με τους βράχους, που στέκουν εκεί σα δυναμάρια να διαφεντεύουν την πολιτεία στον αιώνα. :curse::angry: