...
Georgakas has it like this:
παίρνω απάνω μου: intr. regain strength, improve (syn phr παίρνω τα απάνω, near-syn καλυτερεύω, αναρρώνω, προοδεύω) | ο άρρωστος πήρε εντελώς απάνω του | η επιχείρηση άρχισε να παίρνει απάνω της | ο πληθυσμός αυξήθηκε και το νησί επήρε απάνω του (Floros)
απάνω: [...] ⓑ phr παίρνω τ' απάνω (or τα πάνω) regain strength, improve, progress (syn phr παίρνω απάνω μου):
η δουλειά, η πόλη παίρνει τα απάνω
[fr MG το επάνω or τα επάνω, substantiv. n of επάνω]
Careful with the use of this phrase, though, because there's also the transitive
παίρνω κάτι απάνω μου / παίρνω απάνω μου να:
ⓕ phr παίρνω απάνω μου: take upon o.s., assume (syn αναλαβαίνω 1): παίρνω απάνω μου ένα έργο, τον αγώνα, τα βάρη, τις δυσκολίες, τις φροντίδες | ο γιατρός το πήρε επάνω του να σε προσκαλέσει (Rotas) | παίρνω απάνω μου να σου γυρίσω την προίκα σου ανέγγιχτη (Karagatsis) |
and the cocky one:
phr το παίρνω απάνω μου: fig be excessively proud of sth, get cocky, take on airs (near-syn κοκορεύομαι) |
τον έκαναν δεκανέα και το πήρε απάνω του
...Πάει, αυτό είναι, πήρες τ' απάνω..
In this case, to render it with something including απάνω / επάνω / πάνω and explain the directional by similarity for the sake of a non native speaker, I might go for something like: "And that's it, you're on the way up."