Την πρώτη (και τελευταία) φορά που κλείνεις τα εξήντα...
...ο αριθμός είναι τόσο στρογγυλός και μοναδικός και μαγικός, που σε κάνει να σκέφτεσαι και να προβληματίζεσαι και να συνειδητοποιείς διάφορα πράγματα. Τα πιο πολλά από αυτά δεν έχουν τίποτα το μοναδικό και το μαγικό, αλλά κατά περίεργο τρόπο τα σκέφτεσαι μόνο και μόνο επειδή ξαφνικά ο αριθμός στο κοντέρ της ηλικίας σου αρχίζει πια από 6. Συνειδητοποιείς, για παράδειγμα, ότι δεν πήρες καν είδηση πως ουσιαστικά έχεις κλείσει τα εξήντα εδώ και δυο βδομάδες (αφού έχεις ήδη ζήσει καμιά δεκαπενταριά δίσεκτα χρόνια).
Μετά, συνειδητοποιείς ότι σε ευχαριστεί που εξακολουθούν να σε παραξενεύουν περίεργα πράγματα, σαν να είσαι μικρό παιδί. Να απορείς «μα πώς μετρούσαν στη Μεσοποταμία με τα δάχτυλα ως το 60 και πώς τους ήρθε και μοίρασαν τη μέρα σε δώδεκα ώρες και την ώρα σε 60 λεπτά;» και να ανακαλύπτεις πόσο εύκολο είναι να μετρήσεις στο ένα χέρι ως το δώδεκα μετακινώντας τον αντίχειρα σε καθεμία από τις τρεις φάλαγγες των άλλων τεσσάρων δαχτύλων του ανοιχτού σου χεριού. Και πόσο εύκολο είναι να πολλαπλασιάσεις με το άλλο χέρι (ανοιγοκλείνοντας δάχτυλα) τις ντουζίνες για να φτάσεις στο 60.
Το παίρνεις απόφαση όμως ότι, άσχετα πώς νιώθεις εσύ, είναι αδύνατον πια να πείσεις νέους ανθρώπους να μη σου μιλάνε στον πληθυντικό. Κάνεις λοιπόν την ανάγκη φιλοτιμία και δήθεν το απολαμβάνεις επειδή ξέρεις ότι, στα αρχαία χρόνια, η «Γερουσία» ήταν μόνο για τους έμπειρους και τους σοφούς ανθρώπους που είχαν περάσει τα 60, που θα πει ότι κι εσύ είσαι πια έμπειρος και σοφός άνθρωπος και πώς ό,τι θα λες θα πρέπει να το ακούνε με προσοχή και σεβασμό (κι αν είσαι πραγματικά άξιος γερουσιαστής, κάπου εδώ γελάς βροντερά με την αλαζονεία σου).
Συνειδητοποιείς ότι είσαι θρέμμα των ανθρώπων που σε αγαπούν και σε αγάπησαν, της γυναίκας σου, της οικογένειάς σου, των φίλων σου, των δασκάλων σου και των συμμαθητών σου, των γνωστών σου και των αγνώστων σου. Των συγγραφέων των βιβλίων που διάβασες και της μουσικής που άκουσες και των έργων που παρακολούθησες και των ειδήσεων που άκουσες και των φαγητών που δοκίμασες. Αλλά το ίδιο είσαι θρέμμα των εχθρών σου και των όσων στη ζωή σε ανάγκασαν να αλλάξεις δρόμο όταν δεν ήθελες και των όσων δεν γνώρισες ενώ το επιθυμούσες και συνειδητοποιείς πια ότι ίσως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να μην προλαβαίνεις όσα σκόπευες να φτιάξεις και να ζήσεις. Και μετά, σαν σοφός που είσαι τώρα, καταλαβαίνεις ότι αυτή η μπαρούφα ίσχυε και θα ισχύει κάθε μέρα της ζωής σου και ότι είσαι ανόητος αν έπρεπε να φτάσεις στα εξήντα σου για να το καταλάβεις και ότι είσαι σούπερ ανόητος αν αφήσεις να σε κυβερνάει ένας ολοστρόγγυλος αριθμός που ήξεραν να τον εξουσιάζουν ακόμα κι οι σαμάνοι της ερήμου πριν πέντε χιλιάδες χρόνια.
Στην τελική ανάλυση όμως, συνειδητοποιείς πως τίποτε από όλα αυτά δεν θα σε απασχολούσε τώρα αν πριν από εξήντα και κάτι λίγο ακόμα χρόνια δεν είχαν υπάρξει δυο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν και η αγάπη τους σε έφερε στον κόσμο.
Και ξαφνικά, σου λείπουν. Πολύ.
...ο αριθμός είναι τόσο στρογγυλός και μοναδικός και μαγικός, που σε κάνει να σκέφτεσαι και να προβληματίζεσαι και να συνειδητοποιείς διάφορα πράγματα. Τα πιο πολλά από αυτά δεν έχουν τίποτα το μοναδικό και το μαγικό, αλλά κατά περίεργο τρόπο τα σκέφτεσαι μόνο και μόνο επειδή ξαφνικά ο αριθμός στο κοντέρ της ηλικίας σου αρχίζει πια από 6. Συνειδητοποιείς, για παράδειγμα, ότι δεν πήρες καν είδηση πως ουσιαστικά έχεις κλείσει τα εξήντα εδώ και δυο βδομάδες (αφού έχεις ήδη ζήσει καμιά δεκαπενταριά δίσεκτα χρόνια).
Μετά, συνειδητοποιείς ότι σε ευχαριστεί που εξακολουθούν να σε παραξενεύουν περίεργα πράγματα, σαν να είσαι μικρό παιδί. Να απορείς «μα πώς μετρούσαν στη Μεσοποταμία με τα δάχτυλα ως το 60 και πώς τους ήρθε και μοίρασαν τη μέρα σε δώδεκα ώρες και την ώρα σε 60 λεπτά;» και να ανακαλύπτεις πόσο εύκολο είναι να μετρήσεις στο ένα χέρι ως το δώδεκα μετακινώντας τον αντίχειρα σε καθεμία από τις τρεις φάλαγγες των άλλων τεσσάρων δαχτύλων του ανοιχτού σου χεριού. Και πόσο εύκολο είναι να πολλαπλασιάσεις με το άλλο χέρι (ανοιγοκλείνοντας δάχτυλα) τις ντουζίνες για να φτάσεις στο 60.
Το παίρνεις απόφαση όμως ότι, άσχετα πώς νιώθεις εσύ, είναι αδύνατον πια να πείσεις νέους ανθρώπους να μη σου μιλάνε στον πληθυντικό. Κάνεις λοιπόν την ανάγκη φιλοτιμία και δήθεν το απολαμβάνεις επειδή ξέρεις ότι, στα αρχαία χρόνια, η «Γερουσία» ήταν μόνο για τους έμπειρους και τους σοφούς ανθρώπους που είχαν περάσει τα 60, που θα πει ότι κι εσύ είσαι πια έμπειρος και σοφός άνθρωπος και πώς ό,τι θα λες θα πρέπει να το ακούνε με προσοχή και σεβασμό (κι αν είσαι πραγματικά άξιος γερουσιαστής, κάπου εδώ γελάς βροντερά με την αλαζονεία σου).
Συνειδητοποιείς ότι είσαι θρέμμα των ανθρώπων που σε αγαπούν και σε αγάπησαν, της γυναίκας σου, της οικογένειάς σου, των φίλων σου, των δασκάλων σου και των συμμαθητών σου, των γνωστών σου και των αγνώστων σου. Των συγγραφέων των βιβλίων που διάβασες και της μουσικής που άκουσες και των έργων που παρακολούθησες και των ειδήσεων που άκουσες και των φαγητών που δοκίμασες. Αλλά το ίδιο είσαι θρέμμα των εχθρών σου και των όσων στη ζωή σε ανάγκασαν να αλλάξεις δρόμο όταν δεν ήθελες και των όσων δεν γνώρισες ενώ το επιθυμούσες και συνειδητοποιείς πια ότι ίσως υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να μην προλαβαίνεις όσα σκόπευες να φτιάξεις και να ζήσεις. Και μετά, σαν σοφός που είσαι τώρα, καταλαβαίνεις ότι αυτή η μπαρούφα ίσχυε και θα ισχύει κάθε μέρα της ζωής σου και ότι είσαι ανόητος αν έπρεπε να φτάσεις στα εξήντα σου για να το καταλάβεις και ότι είσαι σούπερ ανόητος αν αφήσεις να σε κυβερνάει ένας ολοστρόγγυλος αριθμός που ήξεραν να τον εξουσιάζουν ακόμα κι οι σαμάνοι της ερήμου πριν πέντε χιλιάδες χρόνια.
Στην τελική ανάλυση όμως, συνειδητοποιείς πως τίποτε από όλα αυτά δεν θα σε απασχολούσε τώρα αν πριν από εξήντα και κάτι λίγο ακόμα χρόνια δεν είχαν υπάρξει δυο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν και η αγάπη τους σε έφερε στον κόσμο.
Και ξαφνικά, σου λείπουν. Πολύ.