Την ξέρετε τη δέηση: «Αντιλαβού, σώσον, ελέησον και διαφύλαξον ημάς, ο Θεός, τη ση χάριτι».
Τόσο γνωστή από τη Θεία Λειτουργία, που έχει δημιουργήσει αργκοτική ερώτηση: «Αντιλαβού;» Κατάλαβες; Και αναλογικά: «Καταλαβού;»
Για προστακτική πρόκειται, αορίστου β΄ του αντιλαμβάνομαι, αλλά τη σημασία του οι περισσότεροι δεν την καταλαβαίνουμε επειδή δεν τη χρησιμοποιούμε πια. Σημαίνει «βοηθώ». Η δέηση θα μπορούσε να είναι «Βοήθησον, σώσον…».
Την ίδια δυσκολία έχουμε με το ουσιαστικό, την αντίληψη. Διατηρείται σε ελάχιστες εκφράσεις. Στο ΛΝΕΓ αναφέρεται μόνο η νομική σημασία, η δικαστική αντίληψη, δηλ. η προστασία που παρέχει ο νόμος σε άτομα χωρίς πλήρη πνευματική υγεία. Από εκεί έχουμε και τον δικαστικό αντιλήπτορα, που διορίζεται από δικαστήριο για να προστατεύει το άτομο που τελεί υπό αντίληψη.
Εκτός από τη δικαστική αντίληψη, στο Χρηστικό έχουμε άλλη μια χρήση της παλιάς σημασίας στις φράσεις κοινωνική αντίληψη και δημόσια αντίληψη: «βοήθεια που παρέχεται από το κράτος, φιλανθρωπικά ιδρύματα ή άλλους οργανισμούς και υπηρεσίες σε άτομα με βιοτικές ή άλλες ανάγκες».
Θα θυμάστε το ΠΙΚΠΑ, το Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως (1914-2003). Στο slang.gr έχει αρκετές πληροφορίες για το πώς πέρασε το αρκτικόλεξο στην αργκό.
http://www.slang.gr/lemma/12659-pikpa
Άλλωστε, επί… Καρυωτάκη το Υπουργείο Υγείας ονομαζόταν «Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως» (1922-26). (Χρειάζεται μια μικρή διόρθωση στο βικιπαιδικό άρθρο για τον ποιητή.)
Στο ΛΝΚ βρίσκουμε αυτονομημένη την παλιά σημασία:
3. (νομ.) βοήθεια, προστασία: Κοινωνική ~. Δημόσια ~, βοήθεια που παρέχεται από το κράτος ή από φιλανθρωπικά ιδρύματα σε άτομα που έχουν ανάγκη. Δικαστική ~, την αναθέτει το δικαστήριο σε κπ. για να ασκεί ορισμένες δικαιοπραξίες που αφορούν άτομα με μειωμένες ικανότητες.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αντιληψη&sin=all
Τα ίδια και περισσότερα βρίσκουμε στο ελληνοαγγλικό του Γεωργακά:
4. aid, care, protection: πρόγραμμα κοινωνικής αντιλήψεως social welfare program | παροχή ιατρικής αντιλήψεως provision of medical care | βρίσκομαι υπό την ~ της Eκκλησίας I am under the protection of the Church, I am a ward of the Church.
- law protection provided by a court either directly or through an appointed curator to a person deemed unable to manage his own affairs, guardianship: εκείνοι που βρίσκονται σε δικαστική ~ έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία (Christidis AK)
Αυτά για τώρα. Αλλά θα επιστρέψω.
Τόσο γνωστή από τη Θεία Λειτουργία, που έχει δημιουργήσει αργκοτική ερώτηση: «Αντιλαβού;» Κατάλαβες; Και αναλογικά: «Καταλαβού;»
Για προστακτική πρόκειται, αορίστου β΄ του αντιλαμβάνομαι, αλλά τη σημασία του οι περισσότεροι δεν την καταλαβαίνουμε επειδή δεν τη χρησιμοποιούμε πια. Σημαίνει «βοηθώ». Η δέηση θα μπορούσε να είναι «Βοήθησον, σώσον…».
Την ίδια δυσκολία έχουμε με το ουσιαστικό, την αντίληψη. Διατηρείται σε ελάχιστες εκφράσεις. Στο ΛΝΕΓ αναφέρεται μόνο η νομική σημασία, η δικαστική αντίληψη, δηλ. η προστασία που παρέχει ο νόμος σε άτομα χωρίς πλήρη πνευματική υγεία. Από εκεί έχουμε και τον δικαστικό αντιλήπτορα, που διορίζεται από δικαστήριο για να προστατεύει το άτομο που τελεί υπό αντίληψη.
Εκτός από τη δικαστική αντίληψη, στο Χρηστικό έχουμε άλλη μια χρήση της παλιάς σημασίας στις φράσεις κοινωνική αντίληψη και δημόσια αντίληψη: «βοήθεια που παρέχεται από το κράτος, φιλανθρωπικά ιδρύματα ή άλλους οργανισμούς και υπηρεσίες σε άτομα με βιοτικές ή άλλες ανάγκες».
Θα θυμάστε το ΠΙΚΠΑ, το Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Αποκαταστάσεως & Αντιλήψεως (1914-2003). Στο slang.gr έχει αρκετές πληροφορίες για το πώς πέρασε το αρκτικόλεξο στην αργκό.
http://www.slang.gr/lemma/12659-pikpa
Άλλωστε, επί… Καρυωτάκη το Υπουργείο Υγείας ονομαζόταν «Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως» (1922-26). (Χρειάζεται μια μικρή διόρθωση στο βικιπαιδικό άρθρο για τον ποιητή.)
Στο ΛΝΚ βρίσκουμε αυτονομημένη την παλιά σημασία:
3. (νομ.) βοήθεια, προστασία: Κοινωνική ~. Δημόσια ~, βοήθεια που παρέχεται από το κράτος ή από φιλανθρωπικά ιδρύματα σε άτομα που έχουν ανάγκη. Δικαστική ~, την αναθέτει το δικαστήριο σε κπ. για να ασκεί ορισμένες δικαιοπραξίες που αφορούν άτομα με μειωμένες ικανότητες.
http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αντιληψη&sin=all
Τα ίδια και περισσότερα βρίσκουμε στο ελληνοαγγλικό του Γεωργακά:
4. aid, care, protection: πρόγραμμα κοινωνικής αντιλήψεως social welfare program | παροχή ιατρικής αντιλήψεως provision of medical care | βρίσκομαι υπό την ~ της Eκκλησίας I am under the protection of the Church, I am a ward of the Church.
- law protection provided by a court either directly or through an appointed curator to a person deemed unable to manage his own affairs, guardianship: εκείνοι που βρίσκονται σε δικαστική ~ έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία (Christidis AK)
Αυτά για τώρα. Αλλά θα επιστρέψω.