metafrasi banner

supplemental memorandum of understanding = συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας

nickel

Administrator
Staff member
supplemental adjective
chiefly North American
Provided in addition to what is already present or available to complete or enhance it.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/supplemental
supplementary adjective
Completing or enhancing something.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/supplementary


Στα αγγλικά της κείμενα η ΕΕ ονομάζει αυτά τα μνημόνια supplemental, υπάρχουν όμως και supplementary. Στις άλλες γλώσσες υπάρχουν τα αντίστοιχα του supplementary και στα ελληνικά είναι απλώς συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας.

«Συμπληρωμένο μνημόνιο συμφωνίας» είναι το πλήρες μνημόνιο. Όπως λέμε αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση (revised and supplemented)...
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
[...] αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποιος το άλλαξε και γιατί.

Εμ, πού να καταλάβεις... Μήπως καταλαβαίνουμε εδώ μέσα από λέξεις και νοήματα;

Συμπληρωματικό = κάτι καινούργιο (θα χάσουμε το μέτρημα), έξτρα και παραπανίσιο
Συμπληρωμένο = το παλιό, όπου είχαμε ξεχάσει να τσεκάρουμε κάτι κουτάκια για την αξιολόγηση, δεν έγινε και τίποτα
 
Top