supplemental adjective
chiefly North American
Provided in addition to what is already present or available to complete or enhance it.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/supplemental
supplementary adjective
Completing or enhancing something.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/supplementary
Στα αγγλικά της κείμενα η ΕΕ ονομάζει αυτά τα μνημόνια supplemental, υπάρχουν όμως και supplementary. Στις άλλες γλώσσες υπάρχουν τα αντίστοιχα του supplementary και στα ελληνικά είναι απλώς συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας.
«Συμπληρωμένο μνημόνιο συμφωνίας» είναι το πλήρες μνημόνιο. Όπως λέμε αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση (revised and supplemented)...
chiefly North American
Provided in addition to what is already present or available to complete or enhance it.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/supplemental
supplementary adjective
Completing or enhancing something.
http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/supplementary
Στα αγγλικά της κείμενα η ΕΕ ονομάζει αυτά τα μνημόνια supplemental, υπάρχουν όμως και supplementary. Στις άλλες γλώσσες υπάρχουν τα αντίστοιχα του supplementary και στα ελληνικά είναι απλώς συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας.
«Συμπληρωμένο μνημόνιο συμφωνίας» είναι το πλήρες μνημόνιο. Όπως λέμε αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση (revised and supplemented)...