Καλημέρα σε όλους!
Μεταφράζω ένα κείμενο για τα νομικά δικαιώματα ανθρώπων με διαφόρων ειδών νοητικές διαταραχές και εκεί εμφανίζεται ο όρος «ικανότητα βούλησης». Από ό,τι γνωρίζω, ερμηνεύεται ως ικανότητα του προσώπου να εκφράσει τη βούλησή του, η οποία και αναγνωρίζεται ως έγκυρη από το νόμο (ίσως υπεραπλουστεύω, αλλά για οικονομία χώρου :) )
Στο άρθρο 6 της Σύμβασης του Οβιέδο, όπου και περιγράφεται κάτι αντίστοιχο, ο όρος που χρησιμοποιείται είναι capacity to consent:
Στον κυρωτικό της Σύμβασης νόμο (2619/1998) ο όρος αυτός έχει μεταφραστεί ως αδυναμία συναίνεσης.
Το γερμανικό αντίστοιχο το όρου που ψάχνω είναι Steuerungsfähigkeit, το οποίο όμως στα αγγλικά μεταφράζεται accountability, δηλαδή καταλογισμός, ή capacity to control one's actions.
Η απορία μου είναι η εξής: μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο του τίτλου για να αποδώσω την ικανότητα βούλησης, ή είναι καλύτερα να καταφύγω σε δανεισμό και να πω capacity to express one's will;
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων!
Μεταφράζω ένα κείμενο για τα νομικά δικαιώματα ανθρώπων με διαφόρων ειδών νοητικές διαταραχές και εκεί εμφανίζεται ο όρος «ικανότητα βούλησης». Από ό,τι γνωρίζω, ερμηνεύεται ως ικανότητα του προσώπου να εκφράσει τη βούλησή του, η οποία και αναγνωρίζεται ως έγκυρη από το νόμο (ίσως υπεραπλουστεύω, αλλά για οικονομία χώρου :) )
Στο άρθρο 6 της Σύμβασης του Οβιέδο, όπου και περιγράφεται κάτι αντίστοιχο, ο όρος που χρησιμοποιείται είναι capacity to consent:
Article 6 – Protection of persons not able to consent
1 Subject to Articles 17 and 20 below, an intervention may only be carried out on a person who does not have the capacity to consent, for his or her direct benefit.
2 Where, according to law, a minor does not have the capacity to consent to an intervention, the intervention may only be carried out with the authorisation of his or her representative or an authority or a person or body provided for by law.
1 Subject to Articles 17 and 20 below, an intervention may only be carried out on a person who does not have the capacity to consent, for his or her direct benefit.
2 Where, according to law, a minor does not have the capacity to consent to an intervention, the intervention may only be carried out with the authorisation of his or her representative or an authority or a person or body provided for by law.
Στον κυρωτικό της Σύμβασης νόμο (2619/1998) ο όρος αυτός έχει μεταφραστεί ως αδυναμία συναίνεσης.
Το γερμανικό αντίστοιχο το όρου που ψάχνω είναι Steuerungsfähigkeit, το οποίο όμως στα αγγλικά μεταφράζεται accountability, δηλαδή καταλογισμός, ή capacity to control one's actions.
Η απορία μου είναι η εξής: μπορώ να χρησιμοποιήσω τον όρο του τίτλου για να αποδώσω την ικανότητα βούλησης, ή είναι καλύτερα να καταφύγω σε δανεισμό και να πω capacity to express one's will;
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων!