Διάβασα τις προάλλες σε περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας τη φράση "περίσσεια ευκολία" και, όπως αντιλαμβάνεστε, μου σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο. Να λοιπόν άλλη μία περίπτωση όπου, όταν ο ορθογράφος του Word δεν επισημάνει μία λέξη ως λάθος και δεν είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε τι δεν πάει καλά, το λάθος καταλήγει τελικά να τυπωθεί και να βγάλει μερικά μάτια.
Έχουμε λοιπόν και λέμε: Περίσσεια (λόγια λέξη που εκφέρεται ασυνίζητη στο -εια, είναι μ' άλλα λόγια τετρασύλλαβη) είναι ουσιαστικό με δύο σημασίες: μπορεί να σημαίνει "πλεόνασμα (περίσσευμα)" ή "αφθονία (πληθώρα)". Το ΛΝΕΓ (1998) λέει ότι δεν έχει καθόλου πληθυντικό, αλλά το ΛΣΓ την εντάσσει στο κλιτικό υπόδειγμα Ο5 (με όλες τις πτώσεις του πληθυντικού). Το ΛΚΝ την περιλαμβάνει στην κλιτική κατηγορία Ο27α (δηλαδή χωρίς γενική πληθυντικού). Αυτό το πρόβλημα των γενικών πληθυντικού των προπαροξύτονων θηλυκών σε -α συζητείται ήδη σε αυτό το νήμα.
Περίσσια (λέξη συνιζημένη στο -ια, μ' άλλα λόγια τρισύλλαβη) είναι θηλυκό επίθετο (του περίσσιος) με τρεις σημασίες: "άφθονος (περισσός)", "παραπανίσιος" και (κατ' επέκταση της προηγούμενης σημασίας) "περιττός (άχρηστος)". Κυκλοφορεί και σε πιο λογοτεχνική βερσιόν, η οποία έχει αποβάλει το ημίφωνο ανάμεσα στο [σ] και το [α]: περίσσα (αρσ. περίσσος).
Περίσσια (όμοια εκφορά με το θηλυκό επίθετο) είναι και το επίρρημα του περίσσιος. Επίσης: περίσσα (όπως και το γνωστό ομόηχο χωριό της Σαντορίνης).
Επομένως (για να επιστρέψουμε στο λάθος που 'δωσε αφορμή για αυτό το σημείωμα), η ευκολία μπορεί να είναι μόνο περίσσια - όχι περίσσεια.
Έχουμε λοιπόν και λέμε: Περίσσεια (λόγια λέξη που εκφέρεται ασυνίζητη στο -εια, είναι μ' άλλα λόγια τετρασύλλαβη) είναι ουσιαστικό με δύο σημασίες: μπορεί να σημαίνει "πλεόνασμα (περίσσευμα)" ή "αφθονία (πληθώρα)". Το ΛΝΕΓ (1998) λέει ότι δεν έχει καθόλου πληθυντικό, αλλά το ΛΣΓ την εντάσσει στο κλιτικό υπόδειγμα Ο5 (με όλες τις πτώσεις του πληθυντικού). Το ΛΚΝ την περιλαμβάνει στην κλιτική κατηγορία Ο27α (δηλαδή χωρίς γενική πληθυντικού). Αυτό το πρόβλημα των γενικών πληθυντικού των προπαροξύτονων θηλυκών σε -α συζητείται ήδη σε αυτό το νήμα.
Περίσσια (λέξη συνιζημένη στο -ια, μ' άλλα λόγια τρισύλλαβη) είναι θηλυκό επίθετο (του περίσσιος) με τρεις σημασίες: "άφθονος (περισσός)", "παραπανίσιος" και (κατ' επέκταση της προηγούμενης σημασίας) "περιττός (άχρηστος)". Κυκλοφορεί και σε πιο λογοτεχνική βερσιόν, η οποία έχει αποβάλει το ημίφωνο ανάμεσα στο [σ] και το [α]: περίσσα (αρσ. περίσσος).
Περίσσια (όμοια εκφορά με το θηλυκό επίθετο) είναι και το επίρρημα του περίσσιος. Επίσης: περίσσα (όπως και το γνωστό ομόηχο χωριό της Σαντορίνης).
Επομένως (για να επιστρέψουμε στο λάθος που 'δωσε αφορμή για αυτό το σημείωμα), η ευκολία μπορεί να είναι μόνο περίσσια - όχι περίσσεια.