Τα δικά μου λεξικά δεν έχουν το ρήμα "ανεπαρκώ", αλλά βρίσκω πολλές αναφορές στο Διαδίκτυο (κυρίως στο γ' πληθυντικό «ανεπαρκούν»). Οι μετοχές του ρήματος αυτού χρησιμοποιούνται συχνά σε ιατρικά κείμενα ως μια βολική μετάφραση του failing (π.χ. «ανεπαρκούσα καρδιά / βαλβίδα» κ.λπ.). Ξέρετε αν υπήρξε ποτέ το ρήμα αυτό και αν δικαιολογούνται αυτές οι μορφές του;