ΙΤΑΛΙΚΟΙ ΝΑΥΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Εννοείται πως δεν είναι πλήρης κατάλογος! Όποιος θέλει ας προσθέσει...
αβαράρω (σπρώχνω το σκάφος να απομακρυνθεί)
αβαρία (ιταλ. avaria) = ζημιά πλoίoυ ή τoυ φορτίoυ τoυ από κακοκαιρία
αβέρτα (ιταλ. averto) = ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα.
άγκυρα (ιταλ. ancora)
αγκουρέτο (ιταλ. ancoretta) = η μικρή άγκυρα βάρκας
αγαντάρω-αγάντα (βενετ. agguantare) = κρατώ καλά, αντέχω
απέρτα (ιταλ. aperta) = ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα
αμπάσο πλοίο (ιταλ. abbasso) = πλοίο χαμηλό, χωρίς πολλά ντεκ και υπερκατασκευές
αριβάρω (ιταλ. arivare) = καταπλέω σε λιμάνι, φθάνω
άρμπουρο (ιταλ. albero : δέντρο) = το κατάρτι του πλοίου
απίκο (ιταλ. a picco) = κάθετα
βαπόρι (ιταλ. vapore : ατμός) = ατμόπλοιο
βάρδα (βενετική bardar) = παραμέρισε!
βερίνα (βερινιάζω) = το στρίψιμο του σχοινιού, το μπέρδεμα (στρίβω, μπερδεύω)
βίρα (ιταλ. virare) = τράβα, σήκωσε!
βισταλόγκα (ιταλ. vista lunga) = το αλιευτικό γυαλί
γαλιόνι (ιταλ. galeone) = ιστιοφόρο χωρίς κουπιά, με μεγάλη χωρητικότητα και, συνήθως βαρύ οπλισμό. Εκτός από το μπομπρέσο, είχε δύο ή τρία κατάρτια με τετράγωνα πανιά και αυτό της πρύμνης έφερε τριγωνικό πανί (αργότερα αντικαταστάθηκε από άλλο, τετράγωνο πανί). Η επινόησή του έχει αποδοθεί στον Ισπανό Αλβάρο ντε Μπάθαν τον πρεσβύτερο. Θεωρείται η εξέλιξη της καράκας και της γαλέρας.
γάμπια = ναυτικό πανί
Γαρμπής (ιταλ. & βενετσιάνικη garbin) = νοτιοδυτικός άνεμος
γολέτα (ιταλ. goletta) = πλοίο με δύο κατάρτια
γούμενα (ιταλ. gomena) = κάβος
γραδελάδα = μόνιμη σιδερένια σκαλωσιά. Η μεταλλική κατασκευή που χρησιμεύει για την πρόσβαση εγκαταστάσεων. Βρίσκονται σε ύψος άλλο από το βασικό επίπεδο αναφοράς (συνήθως είναι διάδρομοι ή επίπεδα με μεταλλικές εσχάρες)
γραδελάδες (ιταλ. gradeladi) = ξύλινες σκαλωσιές στο λεβητοστάσιο
Γρέγος (ιταλ. greco : ελληνικός) = όνομα ανέμου (σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος λέγεται Μέσης) βορειοανατολικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα (< βεν. grego -ς < ιταλ. greco< λατ. Graecus < αρχ. Γραικός)
καβατζάρω (ιταλ. cavo) = περιπλέω κάποιον κάβο, παρακάμπτω
καβίλια (ιταλ. caviglia) = γενική ονομασία κυλινδρικών εξαρτημάτων, συνήθως μικρών, που χρησιμοποιούνται για σταθεροποίηση, τοποθετούμενα σε κατάλληλη τρύπα ή σε αντίστοιχες τρύπες δύο διαφορετικών εξαρτημάτων. Στα πλοία χρειάζονται για να ενώνουν δύο κάδους μεταξύ τους
κάβος (ιταλ. cavo) = καραβόσχοινο
καδένα (ιταλ. catena) = αλυσίδα της άγκυρας, ή ένας κάβος η συρματόσχοινο ρυμούλκησης
καλάρω (ιταλ. calare) = ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
καλαφάτης (ιταλ. calafato < αραβική qalafat) = αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα
καλίμπρα (ιταλ. calibro) = μοντέλο που χρησιμοποιούνταν στα ναυπηγεία για τη συναρμολόγηση των τμημάτων μιας ναυτικής κατασκευής.
καρίνα/καρένα (ιταλ. carena) = το κατώτατο μέρος τού σκάφους που είναι βυθισμένο στο νερό. Βασικό δομικό στοιχείο κάθε ναυτικής κατασκευής, αποτελούμενο από έναν ή πολλούς ζυγούς ενωμένους γερά μεταξύ τους, που εκτείνονται από την πλώρη έως την πρύμνη στα ύφαλα του πλοίου. Μερικές φορές ενισχύεται από μία επιπλέον κατασκευή, που τοποθετείται ακριβώς από πάνω και λέγεται εσωτερική καρίνα (σωτρόπι).
καρνάγιο = μέρος που φτιάχνονται τα πλοία, ελλην. τροπιστήριο (από το "τρόπιδα" = καρίνα)
κοτσάρω = κρεμώ, συνδέω, στερεώνω, εξασφαλίζω σε ένα σημείο (π.χ. κοτσάρω ένα σχοινί στο κοτσανέλο)
κουβέρτα (ιταλ. coperta) = κατάστρωμα
κουκέτα (ιταλ. cuccetta) = κρεβάτι σε πλοίο
κουμπάσο (ιταλ. compasso) = ναυτικός διαβήτης για τον υπολογισμό τής απόστασης πάνω στο ναυτικό χάρτη
κουρσάρος (ιταλ. corsaro < μσν. λατιν. cursarius < λατιν. cursus «επιδρομή») = πειρατής
κουρτελάτσα τα μικρά ιστία δίπλα στα μεγαλύτερα, σε διάφορα σημεία (ελλ. παρίστια)
λάσκα (ιταλ. lasca)
λασκάρω (ιταλ. allascare/ lascare από το λατ. laxus) = δίνω «μπόσικα», χαλαρώνω το τέντωμα σχοινιού
λάτσο (ιταλ. laccio),
Λεβάντες (ιταλ. levante) = ανατολικός άνεμος, Απηλιώτης
μάινα = πρόσταγμα που σημαίνει «χαλάρωσε!». Μόνο όταν μιλάμε για κάτι που κρέμεται ψηλά, άρα κατεβάζω λασκάροντας (μαϊνάρω ένα πανί)
μαϊνάρω (ιταλ. ammainare)
μαΐστρος (ιταλ. maestro) = βορειοδυτικός άνεμος, γνωστός και ως μαϊστράλι --στην αρχαία λεγόταν Σκίρων
μανούβρα (ιταλ. manovra) = ο χειρισμός του σκάφους όταν χρειάζεται να αποφύγει η να προσεγγίσει
μανουβράρω (ιταλ. manovrare)
μαρέα (ιταλ. marea) = παλίρροια
μάσκα (ιταλ. masca) = η παρειά της πλώρης, το μάγουλο, τμήματα των πρόσθιων πλευρών (πρόσοψης) του πλοίου
μετζαβόλτα (ιταλ. mezza volta) = το μπλέξιμο των αγκυρών
μετζάνα (ιταλ. mezzana, από το mezzo : μέση) = το κατάρτι στην πρύμνη
μίλι, μίλια (ιταλ. miglio, πληθ. miglia) = μονάδα μέτρησης
μόλα (ιταλ. molla, προστακτική του ρήματος mollare) = άφησε, ελευθέρωσε (τον κάβο)
μούτσος (ιταλ. mozzo) = ο δόκιμος ναύτης.
μπαρκάρω (ιταλ. imbarcarsi, από τη λέξη barca : βάρκα)
μπαρούμα (ιταλ. baroma) = σχοινί λεπτότερο της γούμενας.
μπατάρω (ιταλ. battere) = ανατρέπω, -ομαι
μπίντα (ιταλ. bitta) = η δέστρα
μπόρα (αντιδάν. < βεν. bora (> τουρκ. bora «ισχυρός βόρειος άνεμος») < λατ. borea (m) αιτ. του boreas <αρχ. βορέας / βορράς) = ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια
μποτζάρω = ταλάντωση του σκάφους περί τον διαμήκη άξονά του
μπούκα (ιταλ. bocca) = στόμιο λιμανιού
μπουκαπόρτα (ιταλ. boccaporto) = άνοιγμα στο κατάστρωμα που επιτρέπει εξαερισμό και φως στα κάτω μέρη του πλοίου, καθώς και φόρτωμα των εμπορευμάτων.
μπουνάτσα (ιταλ. bonaccia) = ήρεμος καιρός χωρίς άνεμο
μπουρίνι (βενετ. borin >λατ. borinus>αρχ. ελλ. «βορεινός)
μπουρλότο (βενετ. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο») = μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικά ή άλλες αναφλέξιμες ουσίες που χρησίμευε στην πυρπόληση εχθρικών πλοίων
μπούσουλας (ιταλ. bussola) = πυξίδα
μώλος (ιταλ. molo) = προκυμαία για την πρόσδεση σκαφών
νετάρω/νέτος (ιταλ. netto) = ισιώνω το σχοινί, το παραγάδι. Το ταχτοποιώ και απελευθερώνω τις συστροφές του
νιτσεράδα (ιταλ. incerata) = αδιάβροχο ρούχο από μουσαμά
όρτσα (ιταλ. orza) = κόντρα στη φορά του ανέμου
παπαφίγκος (ιταλ. pappafico) = το δεύτερο υψηλότερο τετράγωνο πανί του καταρτιού. Πανί που βρίσκεται πάνω από το δόλωνα. Έτσι ονομάζεται και το αντίστοιχο κατάρτι και η αντένα. Το ίδιο πανί όταν δένεται στο τουρκέτο (καθώς επίσης και στη μαΐστρα) ονομάζεται πλωριός παπαφίγκος
παραπέτο (ιταλ. parapetto) = στηθαίο
πόρτο (ιταλ. porto) = λιμάνι
πορτολάνος (ιταλ. portolano) = ναυτικός χάρτης με στοιχεία για τις ακτές και τα λιμάνια
πότζα (ιταλ. alla poggia) = η στροφή του σκάφους για αλλαγή πλευράς ως προς τον άνεμο από τα πρύμα. Δηλαδή, ξεκινώντας για παράδειγμα από τις 150 μοίρες, ποδίζω μέχρι τις 180 μοίρες και στρέφω από την άλλη πλευρά σχετικά με τον άνεμο μέχρι τις 150 πάλι
Πουνέντες (ιταλ. ponente) = δυτικός άνεμος, Ζέφυρος
πρίμα (ιταλ. prima) = το ταξίδι με ούριο άνεμο. Δηλαδή με ανοιχτή (μεγαλύτερη των 90 μοιρών) γωνία ως προς τον φαινόμενο άνεμο. Αντίθετο του όρτσα
πρυμάτσα = το σχοινί τής πρύμνης, το οποίο δένουμε στην μπίντα του λιμανιού για να σταθεροποιήσουμε το σκάφος κατά την αγκυροβολία
πλακέτα (ιταλ. placchetta) = προεξοχή με σχισμή που εφαρμόζει επάνω στα αστρονομικά και τοπογραφικά όργανα. Η σχισμή χρησιμοποιείται ως δείκτης
ράδα (ιταλ. rada) = το αγκυροβόλιο, μια ασφαλής ακτή όπου μπορεί κανείς να μείνει για σύντομο διάστημα
ραπόρτο (ιταλ. rapporto) = αναφορά, μήνυμα
ρεγουλάρω (ιταλ. regolare) = ρυθμίζω λεπτομερώς ένα μηχάνημα ή μια συσκευή
ρεμέτζο/ ρεμετζάρω = χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του σκάφους. Μόνιμα ποντισμένη άγκυρα ή άλλο αντικείμενο ή σύστημα στο βυθό για το δέσιμο από την πλευρά της θάλασσας (έναντι άγκυρας)
ρεσπέτο = εφεδρικό σχοινί, εργαλείο ή ανταλλακτικό
ρότα (ιταλ. rotta) = πορεία του πλοίου όταν ταξιδεύει
σαβούρα (ιταλ. zavorra < λατινική saburra) = το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία (ή υποβρύχια) και αερόστατα, προκειμένου ν' αυξηθεί η ευστάθειά τους, ελλ. έρμα
σαλαμούρα (ιταλ. salamoia) = νερό με μεγάλη ποσότητα αλατιού για τη διατήρηση ψαριών, άλμη
σαλπάρω (ιταλ. salpare) = φεύγω από την ξηρά προς τη θάλασσα. Σηκώνω την άγκυρα
σταβέντο (ιταλ. vento : άνεμος) = υπήνεμη πλευρά πλοίου
σεντίνα = το κάτω μέρος του σκάφους, όπου συνήθως συγκεντρώνονται τα νερά
Σιρόκος (ιταλ. scirocco) = νοτιοανατολικός άνεμος, Εύρος
σκαντζάρω/κάνω σκάντζα (ιταλική scansare) = μετακινώ το σκάφος μου για να καταλάβω μια καλύτερη θέση στη μαρίνα ή στο λιμάνι
σκουλάρω (ιταλ. scolare) = αδειάζω τα νερά της θάλασσας
σοφράνο = προσήνεμη πλευρά νησιού
σπατσάρω (ιταλ. spazzare) = τελειώνω, ξεμπερδεύω
τιμόνι (ιταλ. timone)
τουρκέτο = το πρωραίο κατάρτι ιστιοφόρου πλοίου (εφόσον υφίστανται περισσότεροι του ενός)
τραβέρσο (ιταλ. traverso) = όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα
τραμουντάνα (ιταλ. tramontana, από το tra+monte = πέρα από το βουνά)
φερμάρω/καργάρω (ιταλ. fermare) = σφίγγω καλά σχοινί
φινιστρίνι/φιλιστρίνι (ιταλ. finestrino, πληθ. finestrini), υποκοριστικό του finestra (παράθυρο) < λατινική fenestra) = μικρό κυκλικό παράθυρο σε πλοίο
φλόκος (ιταλ. fiocco) = τριγωνικό πανί
φούντο/φουντάρω/φουντάρισμα (ιταλ. fondo/affondare = βυθός/βουλιάζω) = το ρίξιμο της άγκυρας
φρεγάτα (ιταλ. fregata)
Και θα τελειώσω με λίγους στίχους του Καββαδία:
Τη νύχτα σου ’πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : «Φάλτσο η πορεία...»
ΠΗΓΕΣ (μεταξύ άλλων)
http://www.nautilia.gr/forum/archive/index.php?t-4943.html
http://www.e-nautilia.gr/nautiki-orologia/
http://www.modelclub.gr/forums/index.php?topic=9982.0
https://it.wikipedia.org/wiki/Glossario_dei_termini_marinareschi_(A-B)
Εννοείται πως δεν είναι πλήρης κατάλογος! Όποιος θέλει ας προσθέσει...
αβαράρω (σπρώχνω το σκάφος να απομακρυνθεί)
αβαρία (ιταλ. avaria) = ζημιά πλoίoυ ή τoυ φορτίoυ τoυ από κακοκαιρία
αβέρτα (ιταλ. averto) = ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα.
άγκυρα (ιταλ. ancora)
αγκουρέτο (ιταλ. ancoretta) = η μικρή άγκυρα βάρκας
αγαντάρω-αγάντα (βενετ. agguantare) = κρατώ καλά, αντέχω
απέρτα (ιταλ. aperta) = ανοικτά, ελεύθερα, απεριόριστα
αμπάσο πλοίο (ιταλ. abbasso) = πλοίο χαμηλό, χωρίς πολλά ντεκ και υπερκατασκευές
αριβάρω (ιταλ. arivare) = καταπλέω σε λιμάνι, φθάνω
άρμπουρο (ιταλ. albero : δέντρο) = το κατάρτι του πλοίου
απίκο (ιταλ. a picco) = κάθετα
βαπόρι (ιταλ. vapore : ατμός) = ατμόπλοιο
βάρδα (βενετική bardar) = παραμέρισε!
βερίνα (βερινιάζω) = το στρίψιμο του σχοινιού, το μπέρδεμα (στρίβω, μπερδεύω)
βίρα (ιταλ. virare) = τράβα, σήκωσε!
βισταλόγκα (ιταλ. vista lunga) = το αλιευτικό γυαλί
γαλιόνι (ιταλ. galeone) = ιστιοφόρο χωρίς κουπιά, με μεγάλη χωρητικότητα και, συνήθως βαρύ οπλισμό. Εκτός από το μπομπρέσο, είχε δύο ή τρία κατάρτια με τετράγωνα πανιά και αυτό της πρύμνης έφερε τριγωνικό πανί (αργότερα αντικαταστάθηκε από άλλο, τετράγωνο πανί). Η επινόησή του έχει αποδοθεί στον Ισπανό Αλβάρο ντε Μπάθαν τον πρεσβύτερο. Θεωρείται η εξέλιξη της καράκας και της γαλέρας.
γάμπια = ναυτικό πανί
Γαρμπής (ιταλ. & βενετσιάνικη garbin) = νοτιοδυτικός άνεμος
γολέτα (ιταλ. goletta) = πλοίο με δύο κατάρτια
γούμενα (ιταλ. gomena) = κάβος
γραδελάδα = μόνιμη σιδερένια σκαλωσιά. Η μεταλλική κατασκευή που χρησιμεύει για την πρόσβαση εγκαταστάσεων. Βρίσκονται σε ύψος άλλο από το βασικό επίπεδο αναφοράς (συνήθως είναι διάδρομοι ή επίπεδα με μεταλλικές εσχάρες)
γραδελάδες (ιταλ. gradeladi) = ξύλινες σκαλωσιές στο λεβητοστάσιο
Γρέγος (ιταλ. greco : ελληνικός) = όνομα ανέμου (σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος λέγεται Μέσης) βορειοανατολικός άνεμος, που έρχεται από την Ελλάδα (< βεν. grego -ς < ιταλ. greco< λατ. Graecus < αρχ. Γραικός)
καβατζάρω (ιταλ. cavo) = περιπλέω κάποιον κάβο, παρακάμπτω
καβίλια (ιταλ. caviglia) = γενική ονομασία κυλινδρικών εξαρτημάτων, συνήθως μικρών, που χρησιμοποιούνται για σταθεροποίηση, τοποθετούμενα σε κατάλληλη τρύπα ή σε αντίστοιχες τρύπες δύο διαφορετικών εξαρτημάτων. Στα πλοία χρειάζονται για να ενώνουν δύο κάδους μεταξύ τους
κάβος (ιταλ. cavo) = καραβόσχοινο
καδένα (ιταλ. catena) = αλυσίδα της άγκυρας, ή ένας κάβος η συρματόσχοινο ρυμούλκησης
καλάρω (ιταλ. calare) = ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
καλαφάτης (ιταλ. calafato < αραβική qalafat) = αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα
καλίμπρα (ιταλ. calibro) = μοντέλο που χρησιμοποιούνταν στα ναυπηγεία για τη συναρμολόγηση των τμημάτων μιας ναυτικής κατασκευής.
καρίνα/καρένα (ιταλ. carena) = το κατώτατο μέρος τού σκάφους που είναι βυθισμένο στο νερό. Βασικό δομικό στοιχείο κάθε ναυτικής κατασκευής, αποτελούμενο από έναν ή πολλούς ζυγούς ενωμένους γερά μεταξύ τους, που εκτείνονται από την πλώρη έως την πρύμνη στα ύφαλα του πλοίου. Μερικές φορές ενισχύεται από μία επιπλέον κατασκευή, που τοποθετείται ακριβώς από πάνω και λέγεται εσωτερική καρίνα (σωτρόπι).
καρνάγιο = μέρος που φτιάχνονται τα πλοία, ελλην. τροπιστήριο (από το "τρόπιδα" = καρίνα)
κοτσάρω = κρεμώ, συνδέω, στερεώνω, εξασφαλίζω σε ένα σημείο (π.χ. κοτσάρω ένα σχοινί στο κοτσανέλο)
κουβέρτα (ιταλ. coperta) = κατάστρωμα
κουκέτα (ιταλ. cuccetta) = κρεβάτι σε πλοίο
κουμπάσο (ιταλ. compasso) = ναυτικός διαβήτης για τον υπολογισμό τής απόστασης πάνω στο ναυτικό χάρτη
κουρσάρος (ιταλ. corsaro < μσν. λατιν. cursarius < λατιν. cursus «επιδρομή») = πειρατής
κουρτελάτσα τα μικρά ιστία δίπλα στα μεγαλύτερα, σε διάφορα σημεία (ελλ. παρίστια)
λάσκα (ιταλ. lasca)
λασκάρω (ιταλ. allascare/ lascare από το λατ. laxus) = δίνω «μπόσικα», χαλαρώνω το τέντωμα σχοινιού
λάτσο (ιταλ. laccio),
Λεβάντες (ιταλ. levante) = ανατολικός άνεμος, Απηλιώτης
μάινα = πρόσταγμα που σημαίνει «χαλάρωσε!». Μόνο όταν μιλάμε για κάτι που κρέμεται ψηλά, άρα κατεβάζω λασκάροντας (μαϊνάρω ένα πανί)
μαϊνάρω (ιταλ. ammainare)
μαΐστρος (ιταλ. maestro) = βορειοδυτικός άνεμος, γνωστός και ως μαϊστράλι --στην αρχαία λεγόταν Σκίρων
μανούβρα (ιταλ. manovra) = ο χειρισμός του σκάφους όταν χρειάζεται να αποφύγει η να προσεγγίσει
μανουβράρω (ιταλ. manovrare)
μαρέα (ιταλ. marea) = παλίρροια
μάσκα (ιταλ. masca) = η παρειά της πλώρης, το μάγουλο, τμήματα των πρόσθιων πλευρών (πρόσοψης) του πλοίου
μετζαβόλτα (ιταλ. mezza volta) = το μπλέξιμο των αγκυρών
μετζάνα (ιταλ. mezzana, από το mezzo : μέση) = το κατάρτι στην πρύμνη
μίλι, μίλια (ιταλ. miglio, πληθ. miglia) = μονάδα μέτρησης
μόλα (ιταλ. molla, προστακτική του ρήματος mollare) = άφησε, ελευθέρωσε (τον κάβο)
μούτσος (ιταλ. mozzo) = ο δόκιμος ναύτης.
μπαρκάρω (ιταλ. imbarcarsi, από τη λέξη barca : βάρκα)
μπαρούμα (ιταλ. baroma) = σχοινί λεπτότερο της γούμενας.
μπατάρω (ιταλ. battere) = ανατρέπω, -ομαι
μπίντα (ιταλ. bitta) = η δέστρα
μπόρα (αντιδάν. < βεν. bora (> τουρκ. bora «ισχυρός βόρειος άνεμος») < λατ. borea (m) αιτ. του boreas <αρχ. βορέας / βορράς) = ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια
μποτζάρω = ταλάντωση του σκάφους περί τον διαμήκη άξονά του
μπούκα (ιταλ. bocca) = στόμιο λιμανιού
μπουκαπόρτα (ιταλ. boccaporto) = άνοιγμα στο κατάστρωμα που επιτρέπει εξαερισμό και φως στα κάτω μέρη του πλοίου, καθώς και φόρτωμα των εμπορευμάτων.
μπουνάτσα (ιταλ. bonaccia) = ήρεμος καιρός χωρίς άνεμο
μπουρίνι (βενετ. borin >λατ. borinus>αρχ. ελλ. «βορεινός)
μπουρλότο (βενετ. burloto < ιταλ. brulotto «πυρπολικό πλοίο») = μικρό πλοίο γεμάτο εκρηκτικά ή άλλες αναφλέξιμες ουσίες που χρησίμευε στην πυρπόληση εχθρικών πλοίων
μπούσουλας (ιταλ. bussola) = πυξίδα
μώλος (ιταλ. molo) = προκυμαία για την πρόσδεση σκαφών
νετάρω/νέτος (ιταλ. netto) = ισιώνω το σχοινί, το παραγάδι. Το ταχτοποιώ και απελευθερώνω τις συστροφές του
νιτσεράδα (ιταλ. incerata) = αδιάβροχο ρούχο από μουσαμά
όρτσα (ιταλ. orza) = κόντρα στη φορά του ανέμου
παπαφίγκος (ιταλ. pappafico) = το δεύτερο υψηλότερο τετράγωνο πανί του καταρτιού. Πανί που βρίσκεται πάνω από το δόλωνα. Έτσι ονομάζεται και το αντίστοιχο κατάρτι και η αντένα. Το ίδιο πανί όταν δένεται στο τουρκέτο (καθώς επίσης και στη μαΐστρα) ονομάζεται πλωριός παπαφίγκος
παραπέτο (ιταλ. parapetto) = στηθαίο
πόρτο (ιταλ. porto) = λιμάνι
πορτολάνος (ιταλ. portolano) = ναυτικός χάρτης με στοιχεία για τις ακτές και τα λιμάνια
πότζα (ιταλ. alla poggia) = η στροφή του σκάφους για αλλαγή πλευράς ως προς τον άνεμο από τα πρύμα. Δηλαδή, ξεκινώντας για παράδειγμα από τις 150 μοίρες, ποδίζω μέχρι τις 180 μοίρες και στρέφω από την άλλη πλευρά σχετικά με τον άνεμο μέχρι τις 150 πάλι
Πουνέντες (ιταλ. ponente) = δυτικός άνεμος, Ζέφυρος
πρίμα (ιταλ. prima) = το ταξίδι με ούριο άνεμο. Δηλαδή με ανοιχτή (μεγαλύτερη των 90 μοιρών) γωνία ως προς τον φαινόμενο άνεμο. Αντίθετο του όρτσα
πρυμάτσα = το σχοινί τής πρύμνης, το οποίο δένουμε στην μπίντα του λιμανιού για να σταθεροποιήσουμε το σκάφος κατά την αγκυροβολία
πλακέτα (ιταλ. placchetta) = προεξοχή με σχισμή που εφαρμόζει επάνω στα αστρονομικά και τοπογραφικά όργανα. Η σχισμή χρησιμοποιείται ως δείκτης
ράδα (ιταλ. rada) = το αγκυροβόλιο, μια ασφαλής ακτή όπου μπορεί κανείς να μείνει για σύντομο διάστημα
ραπόρτο (ιταλ. rapporto) = αναφορά, μήνυμα
ρεγουλάρω (ιταλ. regolare) = ρυθμίζω λεπτομερώς ένα μηχάνημα ή μια συσκευή
ρεμέτζο/ ρεμετζάρω = χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του σκάφους. Μόνιμα ποντισμένη άγκυρα ή άλλο αντικείμενο ή σύστημα στο βυθό για το δέσιμο από την πλευρά της θάλασσας (έναντι άγκυρας)
ρεσπέτο = εφεδρικό σχοινί, εργαλείο ή ανταλλακτικό
ρότα (ιταλ. rotta) = πορεία του πλοίου όταν ταξιδεύει
σαβούρα (ιταλ. zavorra < λατινική saburra) = το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία (ή υποβρύχια) και αερόστατα, προκειμένου ν' αυξηθεί η ευστάθειά τους, ελλ. έρμα
σαλαμούρα (ιταλ. salamoia) = νερό με μεγάλη ποσότητα αλατιού για τη διατήρηση ψαριών, άλμη
σαλπάρω (ιταλ. salpare) = φεύγω από την ξηρά προς τη θάλασσα. Σηκώνω την άγκυρα
σταβέντο (ιταλ. vento : άνεμος) = υπήνεμη πλευρά πλοίου
σεντίνα = το κάτω μέρος του σκάφους, όπου συνήθως συγκεντρώνονται τα νερά
Σιρόκος (ιταλ. scirocco) = νοτιοανατολικός άνεμος, Εύρος
σκαντζάρω/κάνω σκάντζα (ιταλική scansare) = μετακινώ το σκάφος μου για να καταλάβω μια καλύτερη θέση στη μαρίνα ή στο λιμάνι
σκουλάρω (ιταλ. scolare) = αδειάζω τα νερά της θάλασσας
σοφράνο = προσήνεμη πλευρά νησιού
σπατσάρω (ιταλ. spazzare) = τελειώνω, ξεμπερδεύω
τιμόνι (ιταλ. timone)
τουρκέτο = το πρωραίο κατάρτι ιστιοφόρου πλοίου (εφόσον υφίστανται περισσότεροι του ενός)
τραβέρσο (ιταλ. traverso) = όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα
τραμουντάνα (ιταλ. tramontana, από το tra+monte = πέρα από το βουνά)
φερμάρω/καργάρω (ιταλ. fermare) = σφίγγω καλά σχοινί
φινιστρίνι/φιλιστρίνι (ιταλ. finestrino, πληθ. finestrini), υποκοριστικό του finestra (παράθυρο) < λατινική fenestra) = μικρό κυκλικό παράθυρο σε πλοίο
φλόκος (ιταλ. fiocco) = τριγωνικό πανί
φούντο/φουντάρω/φουντάρισμα (ιταλ. fondo/affondare = βυθός/βουλιάζω) = το ρίξιμο της άγκυρας
φρεγάτα (ιταλ. fregata)
Και θα τελειώσω με λίγους στίχους του Καββαδία:
Τη νύχτα σου ’πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : «Φάλτσο η πορεία...»
ΠΗΓΕΣ (μεταξύ άλλων)
http://www.nautilia.gr/forum/archive/index.php?t-4943.html
http://www.e-nautilia.gr/nautiki-orologia/
http://www.modelclub.gr/forums/index.php?topic=9982.0
https://it.wikipedia.org/wiki/Glossario_dei_termini_marinareschi_(A-B)
Last edited by a moderator: