...
ΛΚΝ:
σκοινί το [skiní] & σχοινί το [siní] Ο43 : δέσμη από φυτικές ή τεχνητές ίνες με μεγάλο μήκος και ποικίλο πάχος, τις οποίες έχουν κατάλληλα συστρέψει, έτσι ώστε να γίνουν ανθεκτικές, και η οποία χρησιμοποιείται για την έλξη, την ανάρτηση βαρών, το δέσιμο κτλ.: Γερό / χοντρό ~. Έδεσε γερά το δέμα μ΄ ένα ~. ~ της μπουγάδας, όπου κρεμούν τα βρεγμένα ρούχα για να στεγνώσουν. Tα σκοινιά του ριγκ, που περιβάλλουν τον αγωνιστικό χώρο: Tον έριξε στα σκοινιά. ΠAΡ έκφρ. δε μιλάνε για ~ στο σπίτι του κρεμασμένου, πρέπει να αποφεύγουμε αναφορές που μπορεί να θίξουν κπ. ΦΡ τραβάω / παρατραβάω / τεντώνω το ~, εξωθώ μια κατάσταση στα άκρα: Aρκετά ως εδώ, το παρατράβηξες το ~! το πήρε / το πάει ~ κορδόνι / γαϊτάνι, για ενοχλητική επανάληψη του ίδιου πράγματος. άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού*. βαδίζω (επάνω) σε τεντωμένο ~, για κατάσταση που απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς (από το σκοινί του ακροβάτη). σκοινάκι το & σχοινάκι το YΠΟKΟΡ 1. λεπτό και μικρό σε μήκος σκοινί. 2. μάλλον λεπτό σκοινί, που το χρησιμοποιούν ως παιδικό παιχνίδι ή ως μέσο άθλησης και που το πηδούν καθώς το περιστρέφουν με μεγάλη ταχύτητα, κρατώντας το από τις δύο άκρες του: Πηδώ ~. || το παιχνίδι ή το άθλημα: Παίζουμε ~; Kάνω ~. [μσν. σκοινί, σκοινίον < σχοινί, σχοινίον με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx < sk] < αρχ. σχοινίον υποκορ. του σχοῖνος (αρχική σημ.: `σχοίνος΄)]
ΛΝΕΓ:
σχοινί κ. σκοινί (το) {σχοιν-ιού | -ιών} μακρύ κορδόνι ή σύρμα που φτειάχνεται με το στρίψιμο ινών από το φυτό σχοίνος, από κάνναβη ή λινάρι ή συρμάτινες ίνες και χρησιμοποιείται για να δένονται και να κρεμιούνται διάφορα αντικείμενα ή για να λειτουργούν διάφορες μηχανές και εργαλεία: ~ για τα ρούχα || δένω τα χέρια κάποιου με ~ || το ~ τής κρεμάλας ΣΥΝ. κορδόνι- ΦΡ. (μτφ.) (α) του σκοινιού και τού παλουκιού βλ. λ. παλούκι (β) τραβάω | τεντώνω το σκοινί κρατώ αδιάλλακτη και ανυποχώρητη στάση, εξωθώ τα πράγματα στα άκρα: μην τραβάς το σκοινί, γιατί θα γίνει μεγάλη φασαρία! (γ) μαζεύω τα σκοινιά (σε κάποιον) θέτω περιορισμούς στον ανεξέλεγκτο τρόπο ζωής (κάποιου) ΣΥΝ. μαζεύω τα λουριά (δ) παίρνω | δένω (κάτι) σκοινί κορδόνι | σκοινί γαϊτάνι εμμένω με ενοχλητικό τρόπο σε κάτι ή επαναλαμβάνω μια ενοχλητική (σε άλλους) συνήθεια: της είπε ότι θα της δώσει αύξηση κι αυτή το 'δέσε σκοινί κορδόνι και τον πιέζει (ε) (παροιμ.) στο σπίτι τού κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί βλ. λ. κρεμασμένος. — (υποκ.) σχοινάκι κ. σκοινάκι (το) (βλ.λ.). [ΕΤΥΜ < αρχ. σχοινίον, υποκ. τού αρχ. σχοίνος (βλ.λ.). Το νεοελλ. σκοινί οφείλεται σε τροπή τού τριβομένου -χ- στο αντίστοιχο κλειστό -κ- (πβ. κ. σχίζω - σκίζω)].