Υποστήριξα στο #2 ότι αβάσιστος και αβάσιμος έχουν την ίδια σημασία, «αστήρικτος». Με παράδειγμα τις «αβάσιμες κατηγορίες».
Υπάρχει διάκριση ή μπορούμε να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο αβάσιστος και το αβάσιμος, όπου στη δεύτερη περίπτωση το αβάσιμος θα είχε αποκλειστικά τη σημασία «που δεν μπορεί να βασιστεί / να στηριχτεί»; Δηλαδή, για τις κατηγορίες, οι αβάσιστες κατηγορίες θα ήταν εκείνες που δεν στηρίζονται σε στοιχεία και αβάσιμες οι κατηγορίες που δεν μπορούν να στηριχτούν σε στοιχεία; Γιατί δεν μπορούν να στηριχτούν σε στοιχεία; Από τη φύση τους;
Βάσιμος είναι αυτό που στηρίζεται σε στοιχεία, δεδομένα, ενδείξεις· αβάσιμος, αυτός που δεν στηρίζεται. Αυτό λένε τα λεξικά, αυτό λέει και η χρήση. Ακόμα κι αν υπάρχει το σπάνιο αβάσιστος, δεν υπάρχει βασιστός, ούτε λέμε βασισμένες ελπίδες ή βασισμένες κατηγορίες για να κάνουμε διάκριση.
Αλλά επανέρχομαι: τι θα σήμαινε το βάσιμες ή το αβάσιμες κατηγορίες με την έμφαση στο «που δεν είναι δυνατό να στηριχθούν»; Ότι τις κρίνουμε αποκλειστικά με βάση τη διατύπωσή τους, τη λογική τους; Να λέμε ότι οι αβάσιμες κατηγορίες είναι αυτές που κρίνουμε από τη διατύπωσή τους και θα πούμε «Α πα πα, τέτοιες κατηγορίες αποκλείεται να βασίζονται σε στοιχεία». Κάθε δικηγόρος θα μας πει ότι, όταν λέει ότι οι κατηγορίες είναι αβάσιμες, εννοεί —και έτσι το καταλαβαίνουν και οι δικαστές— ότι οι κατηγορίες είναι έωλες επειδή δεν βασίζονται σε στοιχεία. Δεν είναι βάσιμες.