metafrasi banner

follow-up call

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Σε μαρκετ(ιν)ίστικο περιβάλλον. Π.χ. από οδηγίες για διοργάνωση διαφημιστικής εκστρατείας:

After sending out letters (with verified addresses), follow-up telephone calls must be carried out.

Υπάρχει κάποια ειδική ορολογία ή χρησιμοποιείται κάτι γενικής χρήσης όπως π.χ. τα «επακόλουθα τηλεφωνήματα»;
 

nickel

Administrator
Staff member
Να καταθέσω ότι κυκλοφορεί ο νεολογισμός μεταπαρακολούθηση για το ουσιαστικό fοllow-up, αλλά νομίζω ότι, αν αναφερθώ σε επίθετο μεταπαρακολουθητικός, θα είμαι ο πρώτος. :-)
 

nickel

Administrator
Staff member
Συχνά είναι το τηλεφώνημα μετά τη συνέντευξη (για δουλειά). Στην περίπτωση της διαφημιστικής εκστρατείας, είναι το τηλεφώνημα μετά την (αρχική) επιστολή.

Εξίσου ανύπαρκτο είναι το τηλεφώνημα υπόμνησης.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Να καταθέσω ότι σε ιατρικού περιεχομένου κείμενα έχω δει μετάφραση του "follow-up session" ως "συνεδρία μετέπειτα παρακολούθησης".
 

SBE

¥
Στα ιατρικά έχουμε initial consultation, follow-up consultations - θεραπευτική παρακολούθηση το έχω δει κλπ. Έχουμε follow-up study μελέτη επανελέγχου/ επέκτασης της έρευνας, follow-up email, follow-up visit επανεξέταση (εφόσον πρόκειται για ραντεβού με γιατρό) κλπ.
 
Σε μαρκετ(ιν)ίστικο περιβάλλον. Π.χ. από οδηγίες για διοργάνωση διαφημιστικής εκστρατείας:

After sending out letters (with verified addresses), follow-up telephone calls must be carried out.

Αυτά τα τηλεφωνήματα, δεν μπορούν να θεωρηθούν -και να γίνουν καλά κατανοητά- ως συνοδευτικά ή συμπληρωματικά;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Προφανώς καταλαβαίνουμε όλοι ότι είναι τηλεφωνήματα-καπάκι, αλλά από ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει κάτι «ορολογικά» ενιαίο.
 
Προφανώς καταλαβαίνουμε όλοι ότι είναι τηλεφωνήματα-καπάκι, αλλά από ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει κάτι «ορολογικά» ενιαίο.

Στο «καπάκι» μπορεί να πάρει κι η θεια μου, που λέει ο λόγος, ενώ το συνοδευτικό και το συμπληρωματικό (τηλεφώνημα) βρίσκονται σε άμεση σχέση με κάτι που προηγήθηκε, γι' αυτό τα πρότεινα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μα δεν είπα ότι δεν είναι κατανοητά και αυτά που πρότεινες... :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Πάντως στο μάρκετινγκ είναι νομίζω καθιερωμένη η αντιστοίχιση follow-up = επακολούθηση.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Θα φτάναμε όμως στο σημείο να πούμε επακολουθητικά τηλεφωνήματα (follow-up calls) ή επακολουθητικός έλεγχος (follow-up check); Επειδή χρησιμοποιώντας το επακόλουθος έχω την εντύπωση ότι δεν αποδίδεται 100% η ιδέα της στοχευμένης χρήσης (τηλεφωνημάτων, ελέγχων).
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Χμμμ, υπάρχει ήδη στο Ορόγραμμα 83 της ΕΛΕΤO, από τον Απρίλιο του 2007.

Αντιγράφω:

1. Ελληνικές αποδόσεις των αγγλικών follow up και follow-up

Πρόσφατα σε συζήτηση στη Βουλή, ακούστηκε να χρησιμοποιείται η αγγλική λέξη follow-up αντί ελληνικής, γεγονός που προκάλεσε τη διαμαρτυρία του βουλευτή Νάσου Αλευρά. Στο αίτημα του βουλευτή που διατυπώθηκε στην Αντιπρόεδρο του ΓΕΣΥ Μαρία Καρδούλη, και μελετήθηκε από τον Πρόεδρο του ΓΕΣΥ Κώστα Βαλεοντή, δόθηκε η παρακάτω τεκμηριωμένη απάντηση-πρόταση, την οποία ενέκρινε στη συνέχεια και το ΓΕΣΥ. Η πρόταση βασίζεται στο σκεπτικό της ΜΟΤΟ, τεκμηριώνεται λεξικογραφικά, και περιλαμβάνει παραδείγματα όρων από τη Βάση TELETERM.

1. Πρόταση

follow up
{ρήμα αμετάβατο}
επακολουθώ {παθητικό: επακολουθούμαι}, παρέπομαι
μετοχές: επακολουθών, παρεπόμενος, επακολουθούμενος

follow-up
{ουσιαστικό που δηλώνει ενέργεια}
επακολούθηση

follow-up
{ουσιαστικό, αποτέλεσμα}
επακολούθημα, παρεπόμενο

follow-up
{επίθετο}
επακόλουθος, παρεπόμενος
επίρρημα: επακόλουθα, επακολούθως
παράγωγα: επακολουθία, επακολουθητικός, επακολουθητικά

2. Τεκμηρίωση

α. Αγγλικό λεξικό:
Σύμφωνα με το Random House Webster’s Dictionary:

follow up (ρήμα)
a. to pursue closely and tenaciously.
b. to increase the effectiveness of by further action or repetition.
c. to pursue to a solution or conclusion.

fol·low-up

– ουσιαστικό
1. the act of following up.
2. an action or thing that serves to increase the effectiveness of a previous one, as a second or subsequent letter, phone call, or visit.
3. Also called follow.
Journalism.
a. a news story providing additional information on a story or article previously published.
b. Also called sidebar, supplementary story. a minor news story used to supplement a related story of major importance. Cf. feature story (def. 1), human-interest story, shirttail.

– επίθετο
4. designed or serving to follow up, esp. to increase the effectiveness of a previous action: a follow-up interview; a follow-up offer.
5. of or pertaining to action that follows an initial treatment, course of study, etc.: follow-up care for mental patients; a follow-up survey.

β. Ελληνικό λεξικό:

Σύμφωνα με το Μέγα Λεξικό Δ. Δημητράκου:

επακολουθώ:
1) έρχομαι κατόπιν τινός αμέσως, ακολουθώ τινά εκ του πλησίον || συνοδεύω τινά, βαίνω εν συντροφία μετά τινος
4) έπομαι, υπακούω, συμμορφούμαι τινί
9) κ. νεώτ: συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα

παρέπομαι:
1) ακολουθώ εκ του σύνεγγυς, συνοδεύω, συντροφεύω || παρακολουθώ τι || επακολουθώ || είμαι φυσικόν επακολούθημά
τινος, ... || είμαι αποτέλεσμά τινος || το ουδ. της μετοχής: το παρακολούθημα, η συνέπεια αναγκαία ή τυχαία || τα παρεπόμενα: τα αναγκαία επακόλουθα || τα παρεπόμενα των πτωτικών ή των ρημάτων (γένος, κλίσις, αριθμός, ...)

3. Χρήση σε όρους:

Στη βάση TELETERM υπάρχουν οι όροι:
follow up activity = επακόλουθη δραστηριότητα
follow-up training programme = επακόλουθο πρόγραμμα κατάρτισης
fault follow-up = παρεπόμενα (εντοπισμού) βλάβης
 

Zazula

Administrator
Staff member
Θα φτάναμε όμως στο σημείο να πούμε επακολουθητικά τηλεφωνήματα (follow-up calls) ή επακολουθητικός έλεγχος (follow-up check); Επειδή χρησιμοποιώντας το επακόλουθος έχω την εντύπωση ότι δεν αποδίδεται 100% η ιδέα της στοχευμένης χρήσης (τηλεφωνημάτων, ελέγχων).
Γιατί ασχολείσαι αποκλειστικά με το επίθετο; Αν κάποιος πει «τηλεφωνήματα επακολούθησης» ή «τηλεφωνήματα για επακολούθηση», κατά τη γνώμη μου καλύπτει απόλυτα τη συγκεκριμένη σημασία.
 
Αφού ξέρεις ότι είμαι επιθετικό άτομο που με δυσκολία συγκρατιέται... :D
Είσαι και ουσιαστικός όμως, Δόκτορα...

Η περίπτωση του follow-up με είχε δαιμονίσει και την είχα εξετάσει συστηματικά πριν από κάνα χρόνο. Είχα καταλήξει στο συγκλονιστικό συμπέρασμα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συμφωνώ με την ΕΛΕΤΟ: επακολούθηση κτλ.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Να πω λοιπόν κι εγώ γιατί προτιμώ και ψάχνω το επίθετο. Άντε και είπαμε τα follow-up calls τηλεφωνήματα επακολούθησης ή τηλ. για επακολούθηση. Είναι ακριβώς το ίδιο νοηματικά με τα επακολουθητικά τηλ.; Τι μας ενδιαφέρει, τι είναι το πιο κρίσιμο να χαρακτηρίσουμε εδώ, τα τηλεφωνήματα ή την επακολούθηση;

Η τριχοσχιστική απορία μου ίσως γίνεται πιο ευδιάκριτη στο άλλο παράδειγμα, με το follow-up control. Έλεγχος επακολούθησης; Είναι τόσο σαφώς διαφορετικό από τον έλεγχο της επακολούθησης; Όχι, βέβαια. Έλεγχος για επακολούθηση; Μπα, ούτε. Επακολουθητικός έλεγχος; Νομίζω σαφές.
 
Ναι, συμφωνώ ότι το βασικό επίθετο για την περίπτωσή μας είναι το επακολουθητικός και όχι το επακόλουθος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Κι από ένα αρχαίο κείμενο:

Οὗτος ἐν τῷ προτέρῳ λόγῳ οὐδέποτε εὑρίσκεται, ἀλλ' ἢ τοῦ μέν προκειμένου ἐν τῷ προτέρῳ λόγῳ οὗτος ἐν τῷ δευτέρῳ λόγῳ τίθεται, ἀλλ' οὐκ ἐν ἀρχῇ ἀλλὰ μετὰ τὴν πρώτην λέξιν τοῦ δευτέρου λόγου, ἐπακολουθῶν τῷ μέν· διὸ καὶ μετὰ τὴν κοινὴν ὀνομασίαν τῶν συνδέσμων, τὴν συμπλεκτικήν, καὶ ἰδικῆς ἔτυχεν ὀνομασίας, καλούμενος ἐπακολουθητικός, ὡς ἐπακολουθῶν τῷ μέν· ἢ μηδενὸς τῶν συνδέσμων προκειμένου ἐν τῷ προτέρῳ λόγῳ οὗτος ἐν τῷ δευτέρῳ λόγῳ τίθεται, ὀφείλων συνδῆσαι ἀμφοτέρους τοὺς λόγους.
 

hellex

New member
Επειδή πρόσφατα συνάντησα τον όρο σε Αγγλικά κείμενα και “περί αξιολόγησης για την απόδοση τής ομάδας”, η λέξη επακολουθώ, επακολούθημα, μου φαίνεται πολύ γενική για να συμπεριλαμβάνει την Αγγλική τεκμηρίωση.
Όμως δυσκολεύομαι να αποδεχθώ ότι η πλούσια ελληνική γλώσσα στερείται από την αντίστοιχη λέξη ή ότι στερείται δυνατότητα ακριβολογίας για το “follow up”.

Είδα και το “συνακολουθώ” που σύμφωνα με το Χρηστικό λεξικό έχει μακροχρόνια ιστορία,

συνακολουθεί :μτβ κ. αμτβ (λογ.): έπεται ως φυσική συνέπεια: Τη μεγάλη τραπεζική ρευστότητα -ησε η εκρηκτική οικοδομική δραστηριότητα. ΣΥΝ. επακολουθεί [<αρχ. συνακόλουθώ]

Όμως και εδώ κάτι μου λείπει και μου δεν ταιριάζει με την ερμηνεία. (πχ. Συνακολουθώ με τηλεφώνημα);

Και αν θέλω να δημιουργήσω μία νέα λέξη για τη νεοελληνική, -ο Νιγκέλ ήδη τη συνέθεσε εύστοχα- πώς θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε το κελεύθω, κέλευθος, κελευθείω, κλεύθω που η έννοια της οδού μου δίνει μεγαλύτερη εγγύτητα στο νόημα πχ. επακέλευση, επικλεύθω;
Επίσης θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το ποδίζω, πόδιση (επιποδίζω, επιπόδιση), αν και ό όρος είναι ναυτικός και η ερμηνεία του δεν μπορεί να αποδώσει τη στενή παρακολούθηση της πορείας ενός σχεδίου και τη συμβάδισή του ως προς το χρόνο και την εμφάνιση απρόοπτων;
 
Top