Επειδή πρόσφατα συνάντησα τον όρο σε Αγγλικά κείμενα και “περί αξιολόγησης για την απόδοση τής ομάδας”, η λέξη επακολουθώ, επακολούθημα, μου φαίνεται πολύ γενική για να συμπεριλαμβάνει την Αγγλική τεκμηρίωση.
Όμως δυσκολεύομαι να αποδεχθώ ότι η πλούσια ελληνική γλώσσα στερείται από την αντίστοιχη λέξη ή ότι στερείται δυνατότητα ακριβολογίας για το “follow up”.
Είδα και το “συνακολουθώ” που σύμφωνα με το Χρηστικό λεξικό έχει μακροχρόνια ιστορία,
συνακολουθεί :μτβ κ. αμτβ (λογ.): έπεται ως φυσική συνέπεια: Τη μεγάλη τραπεζική ρευστότητα -ησε η εκρηκτική οικοδομική δραστηριότητα. ΣΥΝ. επακολουθεί [<αρχ. συνακόλουθώ]
Όμως και εδώ κάτι μου λείπει και μου δεν ταιριάζει με την ερμηνεία. (πχ. Συνακολουθώ με τηλεφώνημα);
Και αν θέλω να δημιουργήσω μία νέα λέξη για τη νεοελληνική, -ο Νιγκέλ ήδη τη συνέθεσε εύστοχα- πώς θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε το κελεύθω, κέλευθος, κελευθείω, κλεύθω που η έννοια της οδού μου δίνει μεγαλύτερη εγγύτητα στο νόημα πχ. επακέλευση, επικλεύθω;
Επίσης θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το ποδίζω, πόδιση (επιποδίζω, επιπόδιση), αν και ό όρος είναι ναυτικός και η ερμηνεία του δεν μπορεί να αποδώσει τη στενή παρακολούθηση της πορείας ενός σχεδίου και τη συμβάδισή του ως προς το χρόνο και την εμφάνιση απρόοπτων;