CoastalFog
New member
Simple, isn't it?
I heard it again last night on TV shortly after the grand jury decision was announced
Obama Calls on Nation to Accept Ferguson Decision, Protest Peacefully
I join Michael's parents in asking anyone who protests this decision to do so peacefully, said president Obama.
Ενώνομαι με τους γονείς του Μάικλ Μπράουν για να απευθύνω έκκληση προς όλους όσοι αμφισβητούν την απόφαση αυτή να το κάνουν με ειρηνικό τρόπο, wrote Kathimerini.
ενώνομαι?
I understand its fair usage in phrases like ενώθηκαν με τις δυνάμεις τού....
But in this particular context, is it really the best verb to use in Greek?
Whatever happened to συμμερίζομαι?
συμμερίζομαι [simerízome] Ρ2.1β : 1.κατανοώ τους λόγους που προκαλούν τα αρνητικά ή θετικά συναισθήματα κάποιου και λυπούμαι ή χαίρομαι μαζί του: ~ τον πόνο / τη θλίψη / την ανησυχία / τη χαρά / την αισιοδοξία σου. || ~ κπ., συμμερίζομαι τα συναισθήματά του. 2. ~ τη γνώμη / την άποψη / τις ιδέες κάποιου, συμφωνώ με αυτές.
[λόγ. < ελνστ. συμμερίζομαι `παίρνω μερίδιο μαζί με΄ σημδ. γαλλ. partager]
What other verb would you use? How would you recast the sentence in Greek?
I heard it again last night on TV shortly after the grand jury decision was announced
Obama Calls on Nation to Accept Ferguson Decision, Protest Peacefully
I join Michael's parents in asking anyone who protests this decision to do so peacefully, said president Obama.
Ενώνομαι με τους γονείς του Μάικλ Μπράουν για να απευθύνω έκκληση προς όλους όσοι αμφισβητούν την απόφαση αυτή να το κάνουν με ειρηνικό τρόπο, wrote Kathimerini.
ενώνομαι?
I understand its fair usage in phrases like ενώθηκαν με τις δυνάμεις τού....
But in this particular context, is it really the best verb to use in Greek?
Whatever happened to συμμερίζομαι?
συμμερίζομαι [simerízome] Ρ2.1β : 1.κατανοώ τους λόγους που προκαλούν τα αρνητικά ή θετικά συναισθήματα κάποιου και λυπούμαι ή χαίρομαι μαζί του: ~ τον πόνο / τη θλίψη / την ανησυχία / τη χαρά / την αισιοδοξία σου. || ~ κπ., συμμερίζομαι τα συναισθήματά του. 2. ~ τη γνώμη / την άποψη / τις ιδέες κάποιου, συμφωνώ με αυτές.
[λόγ. < ελνστ. συμμερίζομαι `παίρνω μερίδιο μαζί με΄ σημδ. γαλλ. partager]
What other verb would you use? How would you recast the sentence in Greek?