Δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται συζήτηση στη Λεξιλογία για το χρώμα χακί (δείτε εδώ).
Το χακί, και σχεδόν όλα τα χρώματα που τελειώνουν σε —ί (γκρι, μαβί, θαλασσί κττ.) είναι επίθετα. Λέμε το θαλασσί πουκάμισο (παιδί απ’ την Ανάβυσσο), Ο κύριος με τα γκρι, το χακί παντελόνι. Μπορούν να λειτουργήσουν έτσι από μόνα τους.
Παράλληλα όμως για μερικά τέτοια επίθετα χρησιμοποιούμε κι έναν άλλο τύπο με την επέκταση —ένιος (χρυσαφί > χρυσαφένιος, πορτοκαλί > πορτοκαλένιος, ροδακινί > ροδακινένιος, τριανταφυλλί > τριανταφυλλένιος).
Αναρωτήθηκα αν έγινε κάτι ανάλογο με το χακί, και γκουγκλίζοντας βρήκα πρόσφατες χρήσεις:
Θυμάμαι, πέρασα ένα βράδυ από το χωριό του με το τρένο, πηγαίνοντας για Διδυμότειχο, «νέος», χακένιος και ψαρωμένος. (2012)
ξεχνούσαν το βάρος της πειθαρχίας, του καψονιού και τη χακένια στολή (2010)
(Χρίστος Τσιγκούλης, «Στέκια ξενιτεμένων», σ. 14)
... αλλά και παλιότερες
προύντζινα κουμπιά στα χακένια αμπέχονα (Καζαντζάκης, Αδερφοφάδες)
να τυλίγω το κεφάλι μου με την χακένια κουκούλα του θείου, που την είχε φέρει απ’ το μέτωπο (Κοτζιούλας, «Τ’ όνομά μας τυπωμένο»)
έναν στρατιώτη Tούρκο, όπως φαινόταν από τα χακένια του ρούχα και το φεσάκι του.
Mια ιστορία απ’ την απελευθέρωση της Xίου
Τυχαία έπεσα και σε παλαιότερες αναφορές. Οι δύο πρώτες έρχονται από τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η λέξη μόλις είχε κάνει την είσοδό της στο λεξιλόγιο της νέας ελληνικής (το 1908 είχε καθιερωθεί στολή εκστρατείας χρώματος χακί στον ελληνικό στρατό).
Η εφημερίδα Εμπρός (24 Ιουλίου 1913) περιγράφει την παρέλαση των λαφύρων του ελληνοβουλγαρικού πολέμου διαμέσου της Λεωφόρου Κηφισίας (έτσι λεγόταν τότε και το τμήμα της που σήμερα ονομάζεται Βασιλίσσης Σοφίας) μέχρι την Πλατεία Συντάγματος
Εννοεί φεσάκια σαν αυτό:
Μάλλινο χακένιο καλπάκι στρατιώτη, υποδείγματος 1909. Από εδώ.
Κι άλλη μια περιγραφή, από την απελευθέρωση της Καβάλας από τους Βουλγάρους το ίδιο καλοκαίρι:
Δυο βάρκες ήσαν πραγματικώς πίσω στη θάλασσα της πρύμνης και καθώς εταράζοντο από την κουφοκυματιά και απομακρύνοντο από τα θωρακισμένα πλευρά του θωρηκτού, έδιναν αρκετό τόξο αποκλίσεως, ώστε η χορδή του να εφάπτεται του ματιού μας και κύπτουσα στο κύτος και στους πάγκους να μας δείχνη δυο βάρκες γεμάτες από γερούς άνδρες ναυτικούς, μεταξύ των οποίων και ένας μελαψός φορών χακένιο φέσι.
Κώστας Φαλτάιτς, «Η αυθεντικωτέρα περιγραφή της καταλήψεως της Καβάλλας, γραμμένη από ναύτην του θωρηκτού “Αβέρωφ”». (Ακρόπολις, 5 Ιουλίου 1913)
Αλλά μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η παρουσία της λέξης στους στίχους δύο πασίγνωστων τραγουδιών που κακώς δεν τους είχα προσέξει ώς τώρα.
Προέρχονται και τα δύο από μία θεατρική παράσταση που ανεβάστηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι από το έργο του Ιρλανδού Μπρένταν Μπήαν (Brendan Behan) «Ένας όμηρος». Η μετάφραση ήταν του Βασίλη Ρώτα και τη μουσική των τραγουδιών έγραψε, ως γνωστόν, ο Μίκης Θεοδωράκης. Όλα τα τραγούδια γνώρισαν αμέσως μεγάλη επιτυχία και είναι από εκείνα για τα οποία όχι καταχρηστικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χαρακτηρισμό «αθάνατα». Αυτό που ξεχώρισε πάνω απ’ όλα ήταν το «Γελαστό παιδί», που επειδή συνέπεσε με τη δολοφονία του Λαμπράκη (τον επόμενο Μάιο του 1963) όλος ο κόσμος νόμιζε («καταλάβαινε») ότι υπονοούσε αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα εννοούσε το ηγετικό στέλεχος του ΙΡΑ Μάικλ Κόλλινς).
Απ’ ό,τι διαβάζω (δεν έχω δει το έργο), η υπόθεση διαδραματίζεται στην Ιρλανδία, όπου ο ΙΡΑ συλλαμβάνει και κρατάει όμηρο έναν Εγγλέζο στρατιώτη (εξού και ο όμηρος) για να τον ανταλλάξει με κάποιον δικό του μαχητή τον οποίο οι Εγγλέζοι ετοιμάζονται να οδηγήσουν στην κρεμάλα [αυτό το στοιχείο μου θύμισε έντονα μια παλιά ταινία, το Παιχνίδι των λυγμών, και νομίζω τον ίδιο κεντρικό άξονα είχε ένα έργο του Αλέξη Πάρνη Το νησί της Αφροδίτης, όπου η ταυτόσημη υπόθεση μεταφέρεται στην Κύπρο]. Ο Μπήαν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει τη σύγχρονή του Ιρλανδία να συνταράσσεται πολιτικά και ηθικά από τον αγώνα εναντίον της βρετανικής καταπίεσης, αλλά και από τις ποικίλες αποχρώσεις του εθνικισμού που βαραίνουν τη συλλογική της ψυχή. Φέρνει σε αντιπαράθεση την πολιτική αναγκαιότητα με την πρωτογενή αθωότητα των ανθρώπων που την υφίστανται, χρησιμοποιεί «μπρεχτικές» τεχνικές, περνώντας ακαριαία από την κωμωδία στο σοβαρό δράμα, και παρεμβάλλοντας στο λόγο τραγούδια, κυρίως από λαϊκές μπαλάντες της εποχής του απελευθερωτικού αγώνα.
Για να μην επαναλαμβάνω, σας παραπέμπω σε δύο πολύ κατατοπιστικά κείμενα για την παράσταση και τον αντίκτυπό της στην Ελλάδα:
Δημήτρης Γκιώνης. «Ένας Όμηρος» με πολλούς αποδέκτες: ο αγώνας των Ιρλανδών, η δολοφονία του Λαμπράκη, η εξέγερση του Πολυτεχνείου (Ελευθεροτυπία 12 Νοεμβρίου 2011).
Γιώργος Β. Ριτζούλης, «Michael Collins, το «Γελαστό Παιδί» από την Ιρλανδία: Brendan Behan, Βασίλης Ρώτας, Μίκης Θεοδωράκης …»
Αλλά ας δούμε τα τραγούδια όπου εμφανίζεται η λέξη «χακένιος».
1α. Ήταν δεκαοχτώ Νοέμβρη
Ήταν 18 Νοέμβρη / πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι / με τα μεταγωγικά
Τα παιδιά τους καρτερούσαν / του στρατού του λαϊκού
και με τις χειροβομβίδες / τους εκάναν τ’ αλατιού
Στις εκτελέσεις των τραγουδιών το τετράστιχο προηγείται σαν εισαγωγή πριν από το «Γελαστό παιδί», στο έργο όμως τραγουδιούνται σε άλλο σημείο το καθένα. Οι στίχοι βεβαίως δεν είναι του Μπήαν, είναι λαϊκή μπαλάντα ανωνύμου.
Ως προς τα ιστορικά γεγονότα, δεν ήταν 18 Νοέμβρη, ήταν 28 Νοέμβρη του 1920, όταν μια μηχανοκίνητη φάλαγγα από στρατιώτες των μονάδων που αντιμετώπιζαν τη δράση των Ιρλανδών επαναστατών έπεσε σε ενέδρα του ΙΡΑ (Η ενέδρα του Κιλμάικλ). Ακούστε τον ίδιο τον Μπρένταν Μπήαν να τραγουδά τη μπαλάντα.
On The Eighteen Day of November...
On The Eighteen Day of November...
Just outside the town of Macroom.
The tans in their big Crossley tenders,
Came roaring along to their doom.
But the boys of the column were waiting
With hand grenades primed on the spot,
And the Irish Republican Army
Made shit of the whole mucking lot.
Οι στρατιώτες επέβαιναν σε ειδικά διαμορφωμένα (με ελαφριά θωράκιση) αυτοκίνητα, μάρκας Κρόσλεϋ (Crossley tenders) και συγκροτούσαν ταχυκίνητη φάλαγγα καταδίωξης (flying column).
«Χακένιοι ταχτικοί» είναι η απόδοση στα ελληνικά από τον Ρώτα του παρωνύμου που είχε δοθεί στο στρατιωτικό αυτό σώμα, τους Black and Tans. Το σώμα αυτό στρατολογήθηκε για να βοηθήσει στην κατάπνιξη του εθνικού αγώνα των Ιρλανδών (η ιδέα ήταν, —ποιανού άλλου;— του Τσώρτσιλ) και το αποτελούσαν κυρίως βετεράνοι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που φορούσαν στολή με χακί χιτώνιο και μαύρο παντελόνι.
1β. Το γελαστό παιδί / My Laughing Child
Για το «Γελαστό παιδί» δεν χρειάζεται να βάλω γιουτουμπάκι, είναι πασίγνωστο. Συγκρίνετέ το με το αγγλικό πρωτότυπο:
’Twas on an August morning, all in the morning hours,
I went to take the warming air all in the month of flowers,
And there I saw a maiden and heard her mournful cry,
Oh, what will mend my broken heart, I’ve lost my Laughing Boy.
So strong, so wide, so brave he was, I’ll mourn his loss too sore
When thinking that we’ll hear the laugh or springing step no more.
Ah, curse the time, and sad the loss my heart to crucify,
Than an Irish son, with a rebel gun, shot down my Laughing Boy.
Oh, had he died by Pearse’s side, or in the G.P.O.,
Killed by an English bullet from the rifle of the foe,
Or forcibly fed while Ashe lay dead in the dungeons of Mountjoy,
I’d have cried with pride at the way he died, my own dear Laughing Boy.
My princely love, can ageless love do more than tell to you
Go raibh mile maith agat, for all you tried to do,
For all you did and would have done, my enemies to destroy,
I’ll praise your name and guard your fame, my own dear Laughing Boy.
Είπα και πιο πάνω ότι το Γελαστό Παιδί δεν είναι ο Γρηγόρης Λαμπράκης, είναι ο Μάικλ Κόλλινς, κορυφαία φυσιογνωμία του ιρλανδικού απελευθερωτικού αγώνα, που τον γνωρίσαμε από την ομώνυμη ταινία. Ο Μάικλ Κόλλινς (1890-1922), παρότι στρατιωτικός αρχηγός του ΙΡΑ, εξού και θα τον περίμενε κανείς αδιάλλακτο, είχε τη γενναιότητα να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς και να επωμιστεί την ευθύνη να βάλει τέλος στον πόλεμο, αποδεχόμενος έστω και περιορισμένη ανεξαρτησία. Κατηγορήθηκε από τους σκληροπυρηνικούς για προδοσία του αγώνα και μπήκε στο στόχαστρό τους. Αμέσως μετά την αποχώρηση των Εγγλέζων, η ελεύθερη Ιρλανδία βυθίστηκε σε πολυαίμακτο εμφύλιο, στον οποίο ο Κόλλινς σκοτώθηκε.
Η μπαλάντα κάνει αναφορές σε γεγονότα και πρόσωπα της εποχής, κυριότατα στη μεγάλη εξέγερση του Πάσχα του 1916, μεσούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Δουβλίνο. Οι επαναστάτες κλείστηκαν στο κτήριο του Κεντρικού Ταχυδρομείου (G.P.O.) με επικεφαλής τους μεταξύ άλλων τον Πάτρικ Πηρς (με σκηνές από τούτη την εξέγερση ανοίγει η ταινία Μάικλ Κόλλινς), ενώ ο Thomas Ashe ήταν ηγέτης του ΙΡΑ που πέθανε κάνοντας απεργία πείνας το 1917, γιατί οι Εγγλέζοι δεν του ικανοποιούσαν το αίτημα να θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου και επιχειρούσαν να του δώσουν τροφή διά της βίας (γεγονότα που μας φέρνουν στο νου τη δεκαετία του 1980). Go raibh mile maith agat σημαίνει στα ιρλανδικά «Σε ευχαριστώ». Στο δεύτερο στίχο λέει: I went to take the warming air all in the month of flowers, και φανταζόμαστε ότι ο Μπήαν αποκαλεί τον Αύγουστο μήνα των λουλουδιών. Αλλά υποψιάζομαι ότι ο Μπήαν έχει παρεξηγήσει κάτι ή, για να είμαι ακριβής, μεταφέρει το στίχο όπως τον άκουσε μ’ ένα μικρό λάθος: δεν είναι month of flowers είναι Mouth of Flowers, το χωριουδάκι όπου στήθηκε η ενέδρα στην οποία σκοτώθηκε ο Μάικλ Κόλλινς.
2. Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή;
Η πρώτη ερμηνεία ήταν από τη Ντόρα Γιαννακοπούλου (το 1962). Η Φαραντούρη το τραγούδησε αργότερα (1966) σε δίσκο.
Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή,
γιορτή ξανανιωμού;
Πάν’ τα παιδιά στον πόλεμο
και πάν’ του σκοτωμού.
Με θάρρος οι τρανές καρδιές
έπιασαν τα στενά,
ψηλά η σημαία ανέμιζε
η αντάρτισσα μπροστά.
Δέκα χιλιάδες φτάσανε
χακένιοι ταxτικοί
για να σκοτώσουν τα παιδιά,
μα μείναν εδεκεί.
Με πολυβόλα κι άρματα,
κανόνια τους σωρό,
κανένας τους δε γύρισε.
Δε φταίμε εμείς γι’ αυτό.
Ένας με δέκα, ημέρες εξ,
κρατήσαμε γερά,
και δεν περάσαν τις γραμμές,
μ' όλα τους τα πυρά.
Μας ρίξαν και φαρμακερά
αέρια και καπνούς,
μας κάψαν την πρωτεύουσα
ωσάν τους Γερμανούς.
Σκοτώσαν τους ηγέτες μας
χωρίς απολογιά τους,
γυναίκες μας, μικρά παιδιά
στα γόνατα μπροστά τους.
Τους τάφους άνοιγαν κρυφά
και θάβαν τους νεκρούς,
δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν
αντάρτες μας πιστούς.
Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού;
Πάν’ τα παιδιά στον πόλεμο
και πάν’ του σκοτωμού.
Ακούστε το τραγουδισμένο από τον Μπρένταν Μπήαν (το τραγούδι αρχίζει από το 1:39).
Brendan Behan- Who fears to speak of Easter week
Who fears to speak of Easter Week,
That week of famed renown,
When the boys in green {they} went out to fight
The forces of the Crown.
With Mausers bold, and hearts of gold,
The Red Countess dressed in green,
And high above the G.P.O.
The rebel flag was seen.
Then came ten thousand khaki coats
Our rebel boys to kill.
Before they reached O’Connell Street
Of fight they got their fill.
They had machine-guns and artillery,
And cannon in galore,
But it wasn’t our fault that e’er one
Got back to England’s shore.
For six long days we held them off,
At odds of ten to one,
And through our lines they could not pass
For all {of} their heavy guns.
{And} The deadly poison gas they used,
To try to crush Sin Fein,
And burned our Irish capital
Like the Germans did Louvain.
They shot our leaders in a jail,
Without a trial, they say.
They murdered women and children
Who in their cellars lay,
And {they} dug their grave with gun and spade,
To hide them from our view,
Because they could neither kill nor catch
The rebel so bold and true.
Cause we shall love old Ireland
And shall while life remains
And we will say Godspeed the day
The rebels will rise again
Though Irish slaves and English knaves
Will {May} try us {you} to deceive
Remember those who died for you
And likewise James Connolly’s grave
Φυσικά περιγράφεται διά μακρών η πασχαλινή εξέγερση του 1916, που κράτησε έξι ολόκληρες μέρες, με μεγάλες (ως φαίνεται) υλικές ζημιές για την πόλη, σε σημείο που η λαϊκή μνήμη να τις παραβάλει με την καταστροφή της Λουβαίν από τους Γερμανούς στην εναρκτήρια φάση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου!
Η Κόκκινη Κόμισσα που ντύθηκε στα πράσινα (το εθνικό χρώμα της Ιρλανδίας) ήταν η Κονστάνς Μάρκιεβιτς, ηρωίδα κι αυτή του αγώνα, και αρκετά ψυχωμένη απ’ ό,τι διαβάζω.
Υπόψη ότι υπάρχει και άλλη επαναστατική μπαλάντα με το ίδιο θέμα και τον ίδιο τίτλο
WHO FEARS TO SPEAK OF EASTER WEEK?
Who fears to speak of Easter Week?
Who dares its fate deplore?
The red gold flame of Eire's name
Confronts the world once more!
Oh! Irishmen, remember then,
And raise your heads with pride,
For great men and straight men
Have fought for you and died.
The spirit wave that came to save
The peerless Celtic soul,
From earthly stain of greed and gain
Had caught them in its roll;
Had swept them high to do or die,
To sound a trumpet call;
For true men though few men
To follow one and all.
Upon their shield a stainless field,
With virtues blazoned bright;
With Temperance and Purity
And Truth and Honour dight
So now they stand at God's Right Hand,
Who framed their dauntless clay,
Who taught them and brought them
The glory of today.
The storied page of this our age
Will save our land from shame
The ancient foe had boasted - ho!
That Irishmen were tame
They bought their souls for paltry doles,
And told the world of slaves
That lie men! shall die, men!
In Pearse and Plunkett's graves.
The brave who've gone to linger on
Beneath the tyrant's heel
We know they pray another day
With clash of clanging steel
Now from their cell their voices swell,
And loudly call on you
Then ask, men! the task, men!
That yet remains to do.
Αλλά πριν τελειώσουμε με τα τραγούδια του «Ένας όμηρος», άλλη μια μικρή παρατήρηση, μια μικρή διόρθωση, και συγχωρέστε με γιατί θέλω να μνημονεύσω το τραγουδάκι που προσωπικά μου αρέσει περισσότερο από όλα τα άλλα, το «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό». Αντιγράφω τους στίχους στο πρωτότυπο, που τους τραγουδούν εναλλάξ ο όμηρος στρατιώτης και η φίλη του Τερέζα, η πόρνη:
Soldier. I will give you a golden ball,
[…..…..]To hop with the children in the hall,
Teresa. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[…..…..]If you’ll marry me.
Soldier. I will give you the keys of my chest,
[.….…..]And all the money that I possess,
Teresa. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[..……..]If you’ll marry me.
Soldier. I will give you a watch and chain,
[.……...]To show the kids in Angel Lane,
Teresa. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[….…...]If you’ll marry me.
[….…...]I will bake you a big pork pie,
[….…...]And hide you till the cops go by,
Both. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[……...]If you’ll marry me.
Soldier. But first I think that we should see,
[……....]If we fit each other.
(Με λίγη προσπάθεια κατάφερα να το τραγουδήσω πάνω στη μουσική του Μίκη )
Προσέξτε το στίχο And hide you till the cops go by, που στα ελληνικά γίνεται από τον Ρώτα Θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες. Όχι βέβαια. Θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μπάτσοι είναι το σωστό. Αναλογιστείτε όμως την εποχή και τις περιστάσεις. Υπήρχε και λογοκρισία τότε· ήταν αδύνατο να ειπωθεί αυτή η λέξη. Εμείς ας συγχωρήσουμε τον μπαρμπα-Βασίλη Ρώτα γιατί αξίζει τον έπαινο για τη συνολική στιχουργία του.
Το χακί, και σχεδόν όλα τα χρώματα που τελειώνουν σε —ί (γκρι, μαβί, θαλασσί κττ.) είναι επίθετα. Λέμε το θαλασσί πουκάμισο (παιδί απ’ την Ανάβυσσο), Ο κύριος με τα γκρι, το χακί παντελόνι. Μπορούν να λειτουργήσουν έτσι από μόνα τους.
Παράλληλα όμως για μερικά τέτοια επίθετα χρησιμοποιούμε κι έναν άλλο τύπο με την επέκταση —ένιος (χρυσαφί > χρυσαφένιος, πορτοκαλί > πορτοκαλένιος, ροδακινί > ροδακινένιος, τριανταφυλλί > τριανταφυλλένιος).
Αναρωτήθηκα αν έγινε κάτι ανάλογο με το χακί, και γκουγκλίζοντας βρήκα πρόσφατες χρήσεις:
Θυμάμαι, πέρασα ένα βράδυ από το χωριό του με το τρένο, πηγαίνοντας για Διδυμότειχο, «νέος», χακένιος και ψαρωμένος. (2012)
ξεχνούσαν το βάρος της πειθαρχίας, του καψονιού και τη χακένια στολή (2010)
(Χρίστος Τσιγκούλης, «Στέκια ξενιτεμένων», σ. 14)
... αλλά και παλιότερες
προύντζινα κουμπιά στα χακένια αμπέχονα (Καζαντζάκης, Αδερφοφάδες)
να τυλίγω το κεφάλι μου με την χακένια κουκούλα του θείου, που την είχε φέρει απ’ το μέτωπο (Κοτζιούλας, «Τ’ όνομά μας τυπωμένο»)
έναν στρατιώτη Tούρκο, όπως φαινόταν από τα χακένια του ρούχα και το φεσάκι του.
Mια ιστορία απ’ την απελευθέρωση της Xίου
Τυχαία έπεσα και σε παλαιότερες αναφορές. Οι δύο πρώτες έρχονται από τις αρχές του εικοστού αιώνα, όταν η λέξη μόλις είχε κάνει την είσοδό της στο λεξιλόγιο της νέας ελληνικής (το 1908 είχε καθιερωθεί στολή εκστρατείας χρώματος χακί στον ελληνικό στρατό).
Η εφημερίδα Εμπρός (24 Ιουλίου 1913) περιγράφει την παρέλαση των λαφύρων του ελληνοβουλγαρικού πολέμου διαμέσου της Λεωφόρου Κηφισίας (έτσι λεγόταν τότε και το τμήμα της που σήμερα ονομάζεται Βασιλίσσης Σοφίας) μέχρι την Πλατεία Συντάγματος
Εννοεί φεσάκια σαν αυτό:
Μάλλινο χακένιο καλπάκι στρατιώτη, υποδείγματος 1909. Από εδώ.
Κι άλλη μια περιγραφή, από την απελευθέρωση της Καβάλας από τους Βουλγάρους το ίδιο καλοκαίρι:
Δυο βάρκες ήσαν πραγματικώς πίσω στη θάλασσα της πρύμνης και καθώς εταράζοντο από την κουφοκυματιά και απομακρύνοντο από τα θωρακισμένα πλευρά του θωρηκτού, έδιναν αρκετό τόξο αποκλίσεως, ώστε η χορδή του να εφάπτεται του ματιού μας και κύπτουσα στο κύτος και στους πάγκους να μας δείχνη δυο βάρκες γεμάτες από γερούς άνδρες ναυτικούς, μεταξύ των οποίων και ένας μελαψός φορών χακένιο φέσι.
Κώστας Φαλτάιτς, «Η αυθεντικωτέρα περιγραφή της καταλήψεως της Καβάλλας, γραμμένη από ναύτην του θωρηκτού “Αβέρωφ”». (Ακρόπολις, 5 Ιουλίου 1913)
Αλλά μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε η παρουσία της λέξης στους στίχους δύο πασίγνωστων τραγουδιών που κακώς δεν τους είχα προσέξει ώς τώρα.
Προέρχονται και τα δύο από μία θεατρική παράσταση που ανεβάστηκε στην Αθήνα το 1962. Είναι από το έργο του Ιρλανδού Μπρένταν Μπήαν (Brendan Behan) «Ένας όμηρος». Η μετάφραση ήταν του Βασίλη Ρώτα και τη μουσική των τραγουδιών έγραψε, ως γνωστόν, ο Μίκης Θεοδωράκης. Όλα τα τραγούδια γνώρισαν αμέσως μεγάλη επιτυχία και είναι από εκείνα για τα οποία όχι καταχρηστικά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το χαρακτηρισμό «αθάνατα». Αυτό που ξεχώρισε πάνω απ’ όλα ήταν το «Γελαστό παιδί», που επειδή συνέπεσε με τη δολοφονία του Λαμπράκη (τον επόμενο Μάιο του 1963) όλος ο κόσμος νόμιζε («καταλάβαινε») ότι υπονοούσε αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα εννοούσε το ηγετικό στέλεχος του ΙΡΑ Μάικλ Κόλλινς).
Απ’ ό,τι διαβάζω (δεν έχω δει το έργο), η υπόθεση διαδραματίζεται στην Ιρλανδία, όπου ο ΙΡΑ συλλαμβάνει και κρατάει όμηρο έναν Εγγλέζο στρατιώτη (εξού και ο όμηρος) για να τον ανταλλάξει με κάποιον δικό του μαχητή τον οποίο οι Εγγλέζοι ετοιμάζονται να οδηγήσουν στην κρεμάλα [αυτό το στοιχείο μου θύμισε έντονα μια παλιά ταινία, το Παιχνίδι των λυγμών, και νομίζω τον ίδιο κεντρικό άξονα είχε ένα έργο του Αλέξη Πάρνη Το νησί της Αφροδίτης, όπου η ταυτόσημη υπόθεση μεταφέρεται στην Κύπρο]. Ο Μπήαν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει τη σύγχρονή του Ιρλανδία να συνταράσσεται πολιτικά και ηθικά από τον αγώνα εναντίον της βρετανικής καταπίεσης, αλλά και από τις ποικίλες αποχρώσεις του εθνικισμού που βαραίνουν τη συλλογική της ψυχή. Φέρνει σε αντιπαράθεση την πολιτική αναγκαιότητα με την πρωτογενή αθωότητα των ανθρώπων που την υφίστανται, χρησιμοποιεί «μπρεχτικές» τεχνικές, περνώντας ακαριαία από την κωμωδία στο σοβαρό δράμα, και παρεμβάλλοντας στο λόγο τραγούδια, κυρίως από λαϊκές μπαλάντες της εποχής του απελευθερωτικού αγώνα.
Για να μην επαναλαμβάνω, σας παραπέμπω σε δύο πολύ κατατοπιστικά κείμενα για την παράσταση και τον αντίκτυπό της στην Ελλάδα:
Δημήτρης Γκιώνης. «Ένας Όμηρος» με πολλούς αποδέκτες: ο αγώνας των Ιρλανδών, η δολοφονία του Λαμπράκη, η εξέγερση του Πολυτεχνείου (Ελευθεροτυπία 12 Νοεμβρίου 2011).
Γιώργος Β. Ριτζούλης, «Michael Collins, το «Γελαστό Παιδί» από την Ιρλανδία: Brendan Behan, Βασίλης Ρώτας, Μίκης Θεοδωράκης …»
Αλλά ας δούμε τα τραγούδια όπου εμφανίζεται η λέξη «χακένιος».
1α. Ήταν δεκαοχτώ Νοέμβρη
Ήταν 18 Νοέμβρη / πέρα στο Μακρούν μπροστά
φτάσαν ταχτικοί χακένιοι / με τα μεταγωγικά
Τα παιδιά τους καρτερούσαν / του στρατού του λαϊκού
και με τις χειροβομβίδες / τους εκάναν τ’ αλατιού
Στις εκτελέσεις των τραγουδιών το τετράστιχο προηγείται σαν εισαγωγή πριν από το «Γελαστό παιδί», στο έργο όμως τραγουδιούνται σε άλλο σημείο το καθένα. Οι στίχοι βεβαίως δεν είναι του Μπήαν, είναι λαϊκή μπαλάντα ανωνύμου.
Ως προς τα ιστορικά γεγονότα, δεν ήταν 18 Νοέμβρη, ήταν 28 Νοέμβρη του 1920, όταν μια μηχανοκίνητη φάλαγγα από στρατιώτες των μονάδων που αντιμετώπιζαν τη δράση των Ιρλανδών επαναστατών έπεσε σε ενέδρα του ΙΡΑ (Η ενέδρα του Κιλμάικλ). Ακούστε τον ίδιο τον Μπρένταν Μπήαν να τραγουδά τη μπαλάντα.
On The Eighteen Day of November...
On The Eighteen Day of November...
Just outside the town of Macroom.
The tans in their big Crossley tenders,
Came roaring along to their doom.
But the boys of the column were waiting
With hand grenades primed on the spot,
And the Irish Republican Army
Made shit of the whole mucking lot.
Οι στρατιώτες επέβαιναν σε ειδικά διαμορφωμένα (με ελαφριά θωράκιση) αυτοκίνητα, μάρκας Κρόσλεϋ (Crossley tenders) και συγκροτούσαν ταχυκίνητη φάλαγγα καταδίωξης (flying column).
«Χακένιοι ταχτικοί» είναι η απόδοση στα ελληνικά από τον Ρώτα του παρωνύμου που είχε δοθεί στο στρατιωτικό αυτό σώμα, τους Black and Tans. Το σώμα αυτό στρατολογήθηκε για να βοηθήσει στην κατάπνιξη του εθνικού αγώνα των Ιρλανδών (η ιδέα ήταν, —ποιανού άλλου;— του Τσώρτσιλ) και το αποτελούσαν κυρίως βετεράνοι του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που φορούσαν στολή με χακί χιτώνιο και μαύρο παντελόνι.
1β. Το γελαστό παιδί / My Laughing Child
Για το «Γελαστό παιδί» δεν χρειάζεται να βάλω γιουτουμπάκι, είναι πασίγνωστο. Συγκρίνετέ το με το αγγλικό πρωτότυπο:
’Twas on an August morning, all in the morning hours,
I went to take the warming air all in the month of flowers,
And there I saw a maiden and heard her mournful cry,
Oh, what will mend my broken heart, I’ve lost my Laughing Boy.
So strong, so wide, so brave he was, I’ll mourn his loss too sore
When thinking that we’ll hear the laugh or springing step no more.
Ah, curse the time, and sad the loss my heart to crucify,
Than an Irish son, with a rebel gun, shot down my Laughing Boy.
Oh, had he died by Pearse’s side, or in the G.P.O.,
Killed by an English bullet from the rifle of the foe,
Or forcibly fed while Ashe lay dead in the dungeons of Mountjoy,
I’d have cried with pride at the way he died, my own dear Laughing Boy.
My princely love, can ageless love do more than tell to you
Go raibh mile maith agat, for all you tried to do,
For all you did and would have done, my enemies to destroy,
I’ll praise your name and guard your fame, my own dear Laughing Boy.
Είπα και πιο πάνω ότι το Γελαστό Παιδί δεν είναι ο Γρηγόρης Λαμπράκης, είναι ο Μάικλ Κόλλινς, κορυφαία φυσιογνωμία του ιρλανδικού απελευθερωτικού αγώνα, που τον γνωρίσαμε από την ομώνυμη ταινία. Ο Μάικλ Κόλλινς (1890-1922), παρότι στρατιωτικός αρχηγός του ΙΡΑ, εξού και θα τον περίμενε κανείς αδιάλλακτο, είχε τη γενναιότητα να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις με τους Βρετανούς και να επωμιστεί την ευθύνη να βάλει τέλος στον πόλεμο, αποδεχόμενος έστω και περιορισμένη ανεξαρτησία. Κατηγορήθηκε από τους σκληροπυρηνικούς για προδοσία του αγώνα και μπήκε στο στόχαστρό τους. Αμέσως μετά την αποχώρηση των Εγγλέζων, η ελεύθερη Ιρλανδία βυθίστηκε σε πολυαίμακτο εμφύλιο, στον οποίο ο Κόλλινς σκοτώθηκε.
Η μπαλάντα κάνει αναφορές σε γεγονότα και πρόσωπα της εποχής, κυριότατα στη μεγάλη εξέγερση του Πάσχα του 1916, μεσούντος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Δουβλίνο. Οι επαναστάτες κλείστηκαν στο κτήριο του Κεντρικού Ταχυδρομείου (G.P.O.) με επικεφαλής τους μεταξύ άλλων τον Πάτρικ Πηρς (με σκηνές από τούτη την εξέγερση ανοίγει η ταινία Μάικλ Κόλλινς), ενώ ο Thomas Ashe ήταν ηγέτης του ΙΡΑ που πέθανε κάνοντας απεργία πείνας το 1917, γιατί οι Εγγλέζοι δεν του ικανοποιούσαν το αίτημα να θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου και επιχειρούσαν να του δώσουν τροφή διά της βίας (γεγονότα που μας φέρνουν στο νου τη δεκαετία του 1980). Go raibh mile maith agat σημαίνει στα ιρλανδικά «Σε ευχαριστώ». Στο δεύτερο στίχο λέει: I went to take the warming air all in the month of flowers, και φανταζόμαστε ότι ο Μπήαν αποκαλεί τον Αύγουστο μήνα των λουλουδιών. Αλλά υποψιάζομαι ότι ο Μπήαν έχει παρεξηγήσει κάτι ή, για να είμαι ακριβής, μεταφέρει το στίχο όπως τον άκουσε μ’ ένα μικρό λάθος: δεν είναι month of flowers είναι Mouth of Flowers, το χωριουδάκι όπου στήθηκε η ενέδρα στην οποία σκοτώθηκε ο Μάικλ Κόλλινς.
2. Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή;
Η πρώτη ερμηνεία ήταν από τη Ντόρα Γιαννακοπούλου (το 1962). Η Φαραντούρη το τραγούδησε αργότερα (1966) σε δίσκο.
Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή,
γιορτή ξανανιωμού;
Πάν’ τα παιδιά στον πόλεμο
και πάν’ του σκοτωμού.
Με θάρρος οι τρανές καρδιές
έπιασαν τα στενά,
ψηλά η σημαία ανέμιζε
η αντάρτισσα μπροστά.
Δέκα χιλιάδες φτάσανε
χακένιοι ταxτικοί
για να σκοτώσουν τα παιδιά,
μα μείναν εδεκεί.
Με πολυβόλα κι άρματα,
κανόνια τους σωρό,
κανένας τους δε γύρισε.
Δε φταίμε εμείς γι’ αυτό.
Ένας με δέκα, ημέρες εξ,
κρατήσαμε γερά,
και δεν περάσαν τις γραμμές,
μ' όλα τους τα πυρά.
Μας ρίξαν και φαρμακερά
αέρια και καπνούς,
μας κάψαν την πρωτεύουσα
ωσάν τους Γερμανούς.
Σκοτώσαν τους ηγέτες μας
χωρίς απολογιά τους,
γυναίκες μας, μικρά παιδιά
στα γόνατα μπροστά τους.
Τους τάφους άνοιγαν κρυφά
και θάβαν τους νεκρούς,
δεν πιάσαν ούτε σκότωσαν
αντάρτες μας πιστούς.
Ποιος δε μιλά για τη Λαμπρή
γιορτή ξανανιωμού;
Πάν’ τα παιδιά στον πόλεμο
και πάν’ του σκοτωμού.
Ακούστε το τραγουδισμένο από τον Μπρένταν Μπήαν (το τραγούδι αρχίζει από το 1:39).
Brendan Behan- Who fears to speak of Easter week
Who fears to speak of Easter Week,
That week of famed renown,
When the boys in green {they} went out to fight
The forces of the Crown.
With Mausers bold, and hearts of gold,
The Red Countess dressed in green,
And high above the G.P.O.
The rebel flag was seen.
Then came ten thousand khaki coats
Our rebel boys to kill.
Before they reached O’Connell Street
Of fight they got their fill.
They had machine-guns and artillery,
And cannon in galore,
But it wasn’t our fault that e’er one
Got back to England’s shore.
For six long days we held them off,
At odds of ten to one,
And through our lines they could not pass
For all {of} their heavy guns.
{And} The deadly poison gas they used,
To try to crush Sin Fein,
And burned our Irish capital
Like the Germans did Louvain.
They shot our leaders in a jail,
Without a trial, they say.
They murdered women and children
Who in their cellars lay,
And {they} dug their grave with gun and spade,
To hide them from our view,
Because they could neither kill nor catch
The rebel so bold and true.
Cause we shall love old Ireland
And shall while life remains
And we will say Godspeed the day
The rebels will rise again
Though Irish slaves and English knaves
Will {May} try us {you} to deceive
Remember those who died for you
And likewise James Connolly’s grave
Φυσικά περιγράφεται διά μακρών η πασχαλινή εξέγερση του 1916, που κράτησε έξι ολόκληρες μέρες, με μεγάλες (ως φαίνεται) υλικές ζημιές για την πόλη, σε σημείο που η λαϊκή μνήμη να τις παραβάλει με την καταστροφή της Λουβαίν από τους Γερμανούς στην εναρκτήρια φάση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου!
Η Κόκκινη Κόμισσα που ντύθηκε στα πράσινα (το εθνικό χρώμα της Ιρλανδίας) ήταν η Κονστάνς Μάρκιεβιτς, ηρωίδα κι αυτή του αγώνα, και αρκετά ψυχωμένη απ’ ό,τι διαβάζω.
Υπόψη ότι υπάρχει και άλλη επαναστατική μπαλάντα με το ίδιο θέμα και τον ίδιο τίτλο
WHO FEARS TO SPEAK OF EASTER WEEK?
Who fears to speak of Easter Week?
Who dares its fate deplore?
The red gold flame of Eire's name
Confronts the world once more!
Oh! Irishmen, remember then,
And raise your heads with pride,
For great men and straight men
Have fought for you and died.
The spirit wave that came to save
The peerless Celtic soul,
From earthly stain of greed and gain
Had caught them in its roll;
Had swept them high to do or die,
To sound a trumpet call;
For true men though few men
To follow one and all.
Upon their shield a stainless field,
With virtues blazoned bright;
With Temperance and Purity
And Truth and Honour dight
So now they stand at God's Right Hand,
Who framed their dauntless clay,
Who taught them and brought them
The glory of today.
The storied page of this our age
Will save our land from shame
The ancient foe had boasted - ho!
That Irishmen were tame
They bought their souls for paltry doles,
And told the world of slaves
That lie men! shall die, men!
In Pearse and Plunkett's graves.
The brave who've gone to linger on
Beneath the tyrant's heel
We know they pray another day
With clash of clanging steel
Now from their cell their voices swell,
And loudly call on you
Then ask, men! the task, men!
That yet remains to do.
Αλλά πριν τελειώσουμε με τα τραγούδια του «Ένας όμηρος», άλλη μια μικρή παρατήρηση, μια μικρή διόρθωση, και συγχωρέστε με γιατί θέλω να μνημονεύσω το τραγουδάκι που προσωπικά μου αρέσει περισσότερο από όλα τα άλλα, το «Θα σου δώσω ένα τόπι χρυσό». Αντιγράφω τους στίχους στο πρωτότυπο, που τους τραγουδούν εναλλάξ ο όμηρος στρατιώτης και η φίλη του Τερέζα, η πόρνη:
Soldier. I will give you a golden ball,
[…..…..]To hop with the children in the hall,
Teresa. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[…..…..]If you’ll marry me.
Soldier. I will give you the keys of my chest,
[.….…..]And all the money that I possess,
Teresa. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[..……..]If you’ll marry me.
Soldier. I will give you a watch and chain,
[.……...]To show the kids in Angel Lane,
Teresa. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[….…...]If you’ll marry me.
[….…...]I will bake you a big pork pie,
[….…...]And hide you till the cops go by,
Both. If you’ll marry, marry, marry, marry,
[……...]If you’ll marry me.
Soldier. But first I think that we should see,
[……....]If we fit each other.
(Με λίγη προσπάθεια κατάφερα να το τραγουδήσω πάνω στη μουσική του Μίκη )
Προσέξτε το στίχο And hide you till the cops go by, που στα ελληνικά γίνεται από τον Ρώτα Θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μάγκες. Όχι βέβαια. Θα σε κρύψω ως να φύγουν οι μπάτσοι είναι το σωστό. Αναλογιστείτε όμως την εποχή και τις περιστάσεις. Υπήρχε και λογοκρισία τότε· ήταν αδύνατο να ειπωθεί αυτή η λέξη. Εμείς ας συγχωρήσουμε τον μπαρμπα-Βασίλη Ρώτα γιατί αξίζει τον έπαινο για τη συνολική στιχουργία του.