Αιτιολογικοί (causatives) στα αρχαία (και στα νέα)

Γεια σας,

Μόλις πήρα χαμπάρι ότι το «φαντάζω» πρέπει να είναι ο αιτιολογικός (causative) του «φαίνω».

Από το «φαντάζω», βέβαια, προέρχεται η αγγλική λέξη «phantom». Κυριολεκτικά «apparition», ή κάτι τέτοιο.

Μήπως μπορεί κανείς να μου δώσει μερικές κατευθυντήριες γραμμές για το σχηματισμό αιτιολογικών στα αρχαία (και στα νέα);

Με χαιρετίσματα,

Σάιμον
 
Σάιμον, το φαντάζω στα αρχαία ελληνικά ήταν, λίγο πολύ, συνώνυμο του φαίνω: σήμαινε δηλαδή «make visible, present to the eye or mind» (αντιγράφω από το Liddell & Scott). Στα νέα ελληνικά όμως η λέξη σημαίνει άλλο πράγμα («δίνω την εντύπωση», «φαίνομαι») και ακολουθείται πάντα από επίθετο ως κατηγορούμενο. Π.χ. «στην αρχή μιας προσπάθειας, οι δυσκολίες φαντάζουν πάντοτε μεγαλύτερες από ό,τι είναι στην πραγματικότητα». Το αγγλικό αντίστοιχο θα ήταν, νομίζω, το loom (verb), μόνο που αν δεν κάνω λάθος το loom χρησιμοποιείται πια στη στερεότυπη έκφραση to loom large.

Για το phantom έχεις δίκιο: προέρχεται από το αρχαιοελληνικό φάντασμα (που έδωσε λατινικό phantasma, που έδωσε το παλαιογαλλικό fantesme). Το φάντασμα προέρχεται βέβαια από το φαντάζω.

Επίσης, αιτιολογικός θα πει causal μάλλον παρά causative. Έλα όμως που δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα πούμε causative στα ελληνικά!
 
Επίσης, αιτιολογικός θα πει causal μάλλον παρά causative. Έλα όμως που δεν μπορώ να σκεφτώ πώς θα πούμε causative στα ελληνικά!
Στη γραμματική "αναθετικός" δεν λέμε;
 
Top