metafrasi banner

pea-picker

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
A Pea-picker is a derogatory reference to poor, migrant workers during the Great Depression. These people were unskilled, poorly educated workers, suitable only for menial tasks, such as harvesting crops and, as such, received poor wages for working long hours under dreadful conditions. Many of these people were photographed by Dorothea Lange (δες φωτό).


Μigrant Mother, photo by Dorothea Lange

The term "Pea picker" is used to distinguish a group as a lower social class from some other similar group, such as the "Pea-picking" Smiths, as opposed to the "Respectable" Smiths.

Temporary communities of Pea-pickers are called Pea Picker Camps and farms that employed them were Pea-picker farms.

Στοιχεία από τη βίκη, εδώ.

Κάποια ιδέα για την ελληνική απόδοση; Η βίκη παραπέμπει και στα Σταφύλια της οργής.
 
Η πεντάλεπτη έρευνά μου (αδυνατώ για περισσότερη) έδειξε ότι πρόκειται για migrant agricultural laborers. Νομίζω ότι περιττεύει κάθε προσπάθεια να βρεις ελληνικό αντίστοιχο. Δεν ξέρω αν έχεις δυνατότητα υποσημείωσης αλλά, ακόμα κι αν δεν έχεις, υπάρχουν τα εισαγωγικά. Εκ πρώτης όψεως λοιπόν θα πρότεινα κανονική μετάφραση. Το καλύτερο που μου έρχεται στο μυαλό είναι μπιζελομαζώχτες. (Είναι και φόρος τιμής στη σταχομαζώχτρα :) )
 
Εμένα πάντως μου έρχεται στο μυαλό το "φτωχοδιάβολοι" (καμία σχέση με Στάινμπεκ, βέβαια!) :)
Edit: Να συμπληρώσω ότι το φτωχοδιάβολοι μου έρχεται στο μυαλό για τη 2η έννοια της λέξης.
Δεν ξέρω αν μπορείς με μια λέξη να αποδώσεις όλη την κοινωνική κατάσταση στην οποία αναφέρεται η λέξη pea-picker στην πρώτη της έννοια :(
 

daeman

Administrator
Staff member
[...] Το καλύτερο που μου έρχεται στο μυαλό είναι μπιζελομαζώχτες. (Είναι και φόρος τιμής στη σταχομαζώχτρα :) )

Αν είναι να μεταφράσεις, το καλύτερο που μου έρχεται στο μυαλό είναι του Θέμη: σταχομαζώχτες.
 

SBE

¥
Επίσημα δεν είναι εργάτες συγκομιδης; Εποχιακοί εργάτες; Φραουλοεργάτες της Μανωλάδας.
 
oliver_twisted, το "φτωχοδιάβολοι" δεν είναι τόσο υποτιμητικό. Σήμερα τουλάχιστον μάλλον συμπόνια υποκρύπτει. Επίσης, δεν είναι αρκετά χαρακτηριστικό και, ειδικότερα, δεν σχετίζεται με αγροτική δουλειά. Νομίζω ότι θα ήταν τέλειο στην επεξήγηση του pea-pickers, αλλά όχι κατάλληλο για την απόδοσή του.

Δαεμάνε, το "σταχο-" μπορεί να μας δημιουργεί πραγματολογικό πρόβλημα. Δεν ξέρω πόσες θεριζοαλωνιστικές μηχανές υπήρχαν στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930, αλλά δεν θα με εξέπληττε να ήταν πολλές. Όταν μιλάς για τις ΗΠΑ της εποχής εκείνης, είναι πραγματολογικά επικίνδυνο να αναφερθείς στις καλλιέργειες που εκμηχανίστηκαν πρώτες-πρώτες. Άσε που οι εκμηχανισμένες καλλιέργειες είναι επίσης κατ' εξοχήν εκείνες που οργανώνονται βιομηχανικά και δεν λειτουργούν με περιπλανώμενους ανειδίκευτους αγρεργάτες. Οπότε το ζήτημα είναι: θα ήταν άραγε σκόπιμο να ψάξει κανείς για κάτι που στο μυαλό του έλληνα αναγνώστη μαζεύεται χαρακτηριστικά με το χέρι, ή θα ήταν προτιμότερο να μείνει κοντά στο πρωτότυπο; (Πάντως το σταχομαζώχτες είναι πολύ ωραίο...)
 

nickel

Administrator
Staff member
Προτάσεις από στενά μεταφραστικές μέχρι υπερωνυμικές και μεταφορικές ομπρέλες:
  • Συλλέκτες μπιζελιών
  • Μπιζελοσυλλέκτες
  • Εργάτες συγκομιδής +1
  • Αγροτικοί εργάτες
  • Χειρώνακτες
  • Μεροκαματιάρηδες
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Καλημέρα {κάποιοι μπήκαμε σε θερινά ωράρια; :)} και σας ευχαριστώ όλες και όλους για τις ιδέες.

Προσωρινά είχα χρησιμοποιήσει το ανειδίκευτοι εργάτες στη συγκομιδή αλλά, να πω την αλήθεια, φαντάστηκα ότι κάτι καλύτερο θα υπήρχε. Περίμενα ότι θα είχαμε και στην Ελλάδα κάποια λέξη που να περιγράφει τους migrant --(εσωτερικούς) μετανάστες; περιφερόμενους; πλάνητες; νομάδες; (άλλη σκοτούρα αυτή)-- ανειδίκευτους εργάτες σε αγροτικές καλλιέργειες. Κάτι που να έχει μείνει από τα θεσσαλικά τσιφλίκια ή από το πρόσφατο έπος των επιδοτούμενων καλλιεργειών που τις δουλευουν οι ξένοι μετανάστες. Η περιγραφή (και τα παρελκόμενα, οι κατασκηνώσεις κλπ) είναι πολύ κοντά στους φραουλεργάτες που ανέφερε η SBE, μόνο που αυτοί δεν είναι ανειδίκευτοι και δεν μπορείς να μεταφέρεις έτσι απλά τις φράουλες στις μετα το κραχ ΗΠΑ.

Οι σταχομαζώχτες είναι εξαιρετική ιδέα. Ανεξάρτητα από τη σωστή παρατήρηση του Θέμη και το αν υπήρχαν γεωργικά μηχανήματα στις ΗΠΑ την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης και πόσα, οι άνθρωποι αυτοί έκαναν έτσι κι αλλιώς τις δουλειές με το χέρι για ανύπαρκτα μεροκάματα, τόσο που να ήταν πιο συμφέροντες κι από τα μηχανήματα. Ενδεχομένως.

Όμως... όμως στο κείμενό μου ο όρος pea-picker εμφανίζεται επεξηγώντας τη φωτογραφία και είμαι πολύ-πολύ διστακτικός να συνδέσω αυτό το δυνατό, σκαμμένο πρόσωπο με την έννοια της σταχομαζώχτρας. Της αναγκαστικά μιας και μοναδικής και αθάνατης Σταχομαζώχτρας.

Το χειρότερο όμως σε όλες τις αποδόσεις που έχουμε δοκιμάσει είναι ότι δεν υπάρχει πουθενά (εκτός ίσως από τους σταχομαζώχτες) το υποτιμητικό του όρου: A Pea-picker is a derogatory reference to poor, migrant workers during the Great Depression.

Άρα; Μπιζελομαζώχτες; Μπιζελοσυλλέκτες; Θα έμενα στο πρωτότυπο αν ένοιωθα ασφαλής ότι τελικά υπήρχαν καν τα μπιζέλια. Και τι σημαίνουν όλες αυτές οι προφανώς μη υποτιμητικές πια ιδιωματικές χρήσεις του όρου Pea-picker στα αμερικάνικα αγγλικά;

Σκεφτόμουνα στα καθημάς ότι, τα πρώτα χρόνια που άρχισαν να έρχονται Αλβανοί εργάτες στα άγονα πετροχωραφάκια, τους έβαζαν να τα καθαρίζουν ακόμη κι από τις πέτρες. Αν τους λέγανε τότε «πετροσυλλέκτες» δεν θα σήμαινε βέβαια ότι η συγκομιδή ήταν πέτρες, αλλά (ευτυχώς) δεν φτάσαμε μέχρι εκεί και δεν τους είπαμε ποτέ ...

Edit: Ξαναβλέποντας τους φτωχοδιάβολους σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να υποτιμήσουμε τον αναλυτικό όρο με ένα μπατιρο- μπροστά: Ανειδίκευτοι μετανάστες μπατιρεργάτες στη συγκομιδή; (Για όνομα :eek:)
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν γνωρίζαμε τη χρήση, αλλά, αν, ας πούμε, μεταφράζαμε το κομμάτι που έχεις μπλαβίσει στο πρώτο σου μήνυμα, θα λέγαμε (θα έλεγα) «μπιζελοσυλλέκτες», μέσα σε εισαγωγικά. Επειδή έτσι τους έλεγαν. Για να μεταφέρω την αύρα. Αν όμως δεν προσφέρεται όλη η επεξήγηση, αλλά θες με μία λέξη να μεταφέρεις όλο το μπλε κομμάτι, (α) έχεις πρόβλημα και (β) δώσε κάτι παραπάνω, μπάρμπα, σε περικείμενο.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
ΟΚ, αυτή είναι λοιπόν η μία και μοναδική αναφορά που έχω στο κείμενό μου (ας πούμε ότι δεν έχω ιδιαίτερο περιορισμό χώρου στη λεζάντα...).

 

nickel

Administrator
Staff member
Μετανάστρια, εργάτρια στα χωράφια. Αν χρειάζεται μιζέρια, την αποπνέουν τα μάτια της.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
A pea-picker is a derogatory reference to poor, migrant workers during the Great Depression. These people were unskilled, poorly educated workers, employable only in menial jobs, such as harvesting crops and, as such, received poor wages for working long hours under dreadful conditions. Some of these people were photographed by Dorothea Lange.
The term "pea picker" is used to distinguish a group as a lower social class from some other similar group, such as the "pea-picking" Smiths, as opposed to the "respectable" Smiths.
Temporary communities of pea-pickers are called pea picker camps and farms that employed them were pea-picker farms.

Μιλάμε για τους «μετανάστες εργάτες γης». Ποιος θα ήταν ο μειωτικός όρος;
 

nickel

Administrator
Staff member
Αγρεργάτες; Εποχικοί; Εποχικοί αγρεργάτες; Δεν είναι αντίστοιχα. :-(
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μα ψάχνουμε για μειωτικό όρο. Αλλιώς έχουμε και τους φραουλεργάτες.
 

nickel

Administrator
Staff member
Στα Σταφύλια της οργής, εκτός από τους βαμβακοσυλλέκτες (cotton pickers), έχουμε και pea pickers. Αλλά η μετάφραση δεν θα έχει μειωτική σημασία.
http://books.google.gr/books?id=l2m...4DIDw&redir_esc=y#v=onepage&q=pickers&f=false



Με την ευκαιρία:

Η ρεβάνς της μελιτζάνας. Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη
Ημερομηνία: 14/09/2008
Την Κυριακή της Έκθεσης συνέβη κάτι σημαδιακό: διαδήλωναν μερικοί αστυνομικοί, κι ενώ άλλοι απ’ τα γύρω μαγαζιά τούς χειροκροτούσαν, κάποιοι παρακάτω τους αποδοκίμαζαν πετώντας τους μελιτζάνες και άλλα ζαρζαβατικά - αλλά το πιο ουσιώδες είναι ότι, ταυτόχρονα, κάποιοι διερχόμενοι μάζευαν ευλαβικά τις πεταμένες μελιτζάνες, τις ντομάτες και τις πιπεριές, τις ξεσκόνιζαν επιμελώς, τις τσέπωναν και τις έπαιρναν σπίτι τους για να τις φάνε.

(Καλά που κάποιοι δεν πετούσαν και αρακά, γιατί εκτός από ρακοσυλλέκτες θα είχαμε και αρακοσυλλέκτες).

http://www.makthes.gr/news/permanent/24318/
 
Κάτι με το χαμαλίκι και τη χαμαλοδουλειά ίσως να ταίριαζε εδώ. Πολύ δύσκολα, όμως, ο χαμάλης (= αχθοφόρος). Χαμαλοδουλευτής;

χαμαλίκι το [xamalíki] Ο44 : (οικ.) η δουλειά του χαμάλη. || (επέκτ.) κάθε βαριά χειρωνακτική εργασία που θεωρείται υποτιμητική· χαμαλοδουλειά: Aυτή η δουλειά είναι ~. Mου φόρτωσαν όλο το ~.
http://www.greek-language.gr/greekL...a/triantafyllides/search.html?lq=χαμαλίκι&dq=
 
Top