Ο επίσημος ελληνικός όρος για το μάρκετινγκ είναι αγοραλογία (επίθ. αγοραλογικός). Δεν γνωρίζω την πατρότητα του όρου, μια και τον έχει υιοθετήσει και το Γραφείο Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών της Ακαδημίας. Στην (κλειστή στο Γκουγκλ) βάση του teleterm θα βρούμε διάφορους συνδυασμούς καθώς και άλλες αποδόσεις (αγοραλόγηση [όρος για τη μεταβατική χρήση της λέξης], εμπορική προώθηση, προώθηση στην αγορά, και το αναπόφευκτο μάρκετινγκ).
Αντιγράφω (για να έχει και το Γκουγκλ να βρίσκει):
(Με αυτά κι αυτά, η σελίδα αυτή έχει ίσως περισσότερα «αγοραλογικός» απ’ όσα είχαν ως τώρα οι σέρβερ του Γκουγκλ.)
Το Οικονομικό Λεξικό των Χρυσοβιτσιώτη – Σταυρακόπουλου περιορίζεται στο «μάρκετινγκ» με επεξήγηση μέσα σε παρένθεση: «αρχές του εμπορεύεσθαι, εμπορία».
Το ΛΝΕΓ, στο λήμμα μάρκετινγκ, παραθέτει «ελλην. αγοραστική (επιστήμη, τέχνη)». Δεν αφιερώνει λήμμα ούτε στην αγοραστική ούτε στην αγοραλογία.
Στη Βικιπαίδεια, λήμμα μάρκετινγκ (όπου το «αγορ» εμφανίζεται μόνο σε μια «έρευνα αγοράς»!), υπάρχει και ο (εξίσου ατυχήσας) όρος μεθοδεμπορία.
Στις άλλες γλώσσες που φιλοξενούνται στην Wikipedia, έχουμε marketing ή ελαφρές παραλλαγές (π.χ. Esperanto «Merkatiko», Γαλλικά «Le marketing (appelé aussi par le néologisme mercatique)»), αλλά και π.χ. Τουρκικά: Pazarlama.
Όσοι χρησιμοποιούν τον όρο μάρκετινγκ, για το επίθετο γράφουν «του μάρκετινγκ» ενώ υφίστανται και οι ανεπίσημοι αλλά διαδεδομένοι όροι «μαρκετίστικος» και «μαρκετινίστικος».
Ο όρος τηλεαγορά (όχι «τηλαγορά») για το telemarketing είναι επίσης όρος (και) της Ακαδημίας: βλέπε ΔEΛTIO EΠIΣTHMONIKHΣ OPOΛOΓIAΣ KAI NEOΛOΓIΣMΩN, και ειδικότερα http://www.hri.org/forum/culture/d6ca.html και υφίσταται παράλληλα με το τηλεμάρκετινγκ (και τον μεταγραμματισμό «τελεμάρκετινγκ»).
Για το e-marketing, το ηλεκτρονικό μάρκετινγκ, υπάρχει η πρόταση Βαλεοντή ηλ-αγοραλογία (και η δική μου, ηλεμάρκετινγκ).
Αντιγράφω (για να έχει και το Γκουγκλ να βρίσκει):
customer marketing = αγοραλογία πελάτη
focused marketing plan = εστιασμένο αγοραλογικό σχέδιο
in-depth marketing expertise = σε βάθος αγοραλογική εμπειρογνωσία
marketing = αγοραλογία, μάρκετινγκ, αγοραλόγηση, εμπορική προώθηση, προώθηση στην αγορά
marketing activity = αγοραλογική δραστηριότητα
marketing and sales community = κοινότητα αγοραλογίας και πωλήσεων
marketing and sales strategies and programmes = στρατηγικές και προγράμματα μάρκετινγκ και πωλήσεων
marketing argument = αγοραλογικό επιχείρημα
marketing aspect = έποψη αγοραλογίας
marketing campaign = αγοραλογική εξόρμηση
marketing capability = αγοραλογική ικανότητα
marketing expertise = αγοραλογική εμπειρογνωσία
marketing forum = φόρο αγοραλογίας (!), φόρουμ αγοραλογίας
marketing information system = σύστημα πληροφοριών μάρκετινγκ, σύστημα πληροφοριών αγοραλογίας
marketing intelligence = αγοραλογική περιγνωσία
marketing objective = αγοραλογικός αντικειμενικός στόχος
marketing of internet products = αγοραλόγηση προϊόντων Ίντερνετ
marketing people = αγοραλογικό προσωπικό
marketing perspective = αγοραλογική προοπτική
marketing plan = σχέδιο αγοραλογίας, αγοραλογικό σχέδιο
marketing problem = αγοραλογικό πρόβλημα
marketing products = αγοραλόγηση προϊόντων [Σημ. Η «αγοραλόγηση προϊόντων» αποτελεί μετάφραση κάποιου τίτλου. Ο αντίστοιχος όρος είναι product marketing, marketing of products. Σαν όρος, το marketing products αναφέρεται σε προϊόντα προώθησης των πωλήσεων.]
marketing programme = αγοραλογικό πρόγραμμα
marketing strategy = αγοραλογική στρατηγική
marketing team = ομάδα αγοραλογίας, αγοραλογική ομάδα
marketing training and development budget = προϋπολογισμός αγοραλογικής κατάρτισης και ανάπτυξης
Marketing Unit = Μονάδα Αγοραλογίας
MPC Marketing Counsil = συμβούλιο αγοραλογίας MPC
precision marketing project = έργο αγοραλογίας ακριβείας
senior marketing manager = ανώτερος διευθυντής αγοραλογίας
telemarketing services = υπηρεσίες τηλεαγοράς
well-managed marketing database = υπό καλή διαχείριση βάση δεδομένων αγοραλογίας
focused marketing plan = εστιασμένο αγοραλογικό σχέδιο
in-depth marketing expertise = σε βάθος αγοραλογική εμπειρογνωσία
marketing = αγοραλογία, μάρκετινγκ, αγοραλόγηση, εμπορική προώθηση, προώθηση στην αγορά
marketing activity = αγοραλογική δραστηριότητα
marketing and sales community = κοινότητα αγοραλογίας και πωλήσεων
marketing and sales strategies and programmes = στρατηγικές και προγράμματα μάρκετινγκ και πωλήσεων
marketing argument = αγοραλογικό επιχείρημα
marketing aspect = έποψη αγοραλογίας
marketing campaign = αγοραλογική εξόρμηση
marketing capability = αγοραλογική ικανότητα
marketing expertise = αγοραλογική εμπειρογνωσία
marketing forum = φόρο αγοραλογίας (!), φόρουμ αγοραλογίας
marketing information system = σύστημα πληροφοριών μάρκετινγκ, σύστημα πληροφοριών αγοραλογίας
marketing intelligence = αγοραλογική περιγνωσία
marketing objective = αγοραλογικός αντικειμενικός στόχος
marketing of internet products = αγοραλόγηση προϊόντων Ίντερνετ
marketing people = αγοραλογικό προσωπικό
marketing perspective = αγοραλογική προοπτική
marketing plan = σχέδιο αγοραλογίας, αγοραλογικό σχέδιο
marketing problem = αγοραλογικό πρόβλημα
marketing products = αγοραλόγηση προϊόντων [Σημ. Η «αγοραλόγηση προϊόντων» αποτελεί μετάφραση κάποιου τίτλου. Ο αντίστοιχος όρος είναι product marketing, marketing of products. Σαν όρος, το marketing products αναφέρεται σε προϊόντα προώθησης των πωλήσεων.]
marketing programme = αγοραλογικό πρόγραμμα
marketing strategy = αγοραλογική στρατηγική
marketing team = ομάδα αγοραλογίας, αγοραλογική ομάδα
marketing training and development budget = προϋπολογισμός αγοραλογικής κατάρτισης και ανάπτυξης
Marketing Unit = Μονάδα Αγοραλογίας
MPC Marketing Counsil = συμβούλιο αγοραλογίας MPC
precision marketing project = έργο αγοραλογίας ακριβείας
senior marketing manager = ανώτερος διευθυντής αγοραλογίας
telemarketing services = υπηρεσίες τηλεαγοράς
well-managed marketing database = υπό καλή διαχείριση βάση δεδομένων αγοραλογίας
(Με αυτά κι αυτά, η σελίδα αυτή έχει ίσως περισσότερα «αγοραλογικός» απ’ όσα είχαν ως τώρα οι σέρβερ του Γκουγκλ.)
Το Οικονομικό Λεξικό των Χρυσοβιτσιώτη – Σταυρακόπουλου περιορίζεται στο «μάρκετινγκ» με επεξήγηση μέσα σε παρένθεση: «αρχές του εμπορεύεσθαι, εμπορία».
Το ΛΝΕΓ, στο λήμμα μάρκετινγκ, παραθέτει «ελλην. αγοραστική (επιστήμη, τέχνη)». Δεν αφιερώνει λήμμα ούτε στην αγοραστική ούτε στην αγοραλογία.
Στη Βικιπαίδεια, λήμμα μάρκετινγκ (όπου το «αγορ» εμφανίζεται μόνο σε μια «έρευνα αγοράς»!), υπάρχει και ο (εξίσου ατυχήσας) όρος μεθοδεμπορία.
Στις άλλες γλώσσες που φιλοξενούνται στην Wikipedia, έχουμε marketing ή ελαφρές παραλλαγές (π.χ. Esperanto «Merkatiko», Γαλλικά «Le marketing (appelé aussi par le néologisme mercatique)»), αλλά και π.χ. Τουρκικά: Pazarlama.
Όσοι χρησιμοποιούν τον όρο μάρκετινγκ, για το επίθετο γράφουν «του μάρκετινγκ» ενώ υφίστανται και οι ανεπίσημοι αλλά διαδεδομένοι όροι «μαρκετίστικος» και «μαρκετινίστικος».
Ο όρος τηλεαγορά (όχι «τηλαγορά») για το telemarketing είναι επίσης όρος (και) της Ακαδημίας: βλέπε ΔEΛTIO EΠIΣTHMONIKHΣ OPOΛOΓIAΣ KAI NEOΛOΓIΣMΩN, και ειδικότερα http://www.hri.org/forum/culture/d6ca.html και υφίσταται παράλληλα με το τηλεμάρκετινγκ (και τον μεταγραμματισμό «τελεμάρκετινγκ»).
Για το e-marketing, το ηλεκτρονικό μάρκετινγκ, υπάρχει η πρόταση Βαλεοντή ηλ-αγοραλογία (και η δική μου, ηλεμάρκετινγκ).