sarant
¥
Γράφοντας το 1935 για τη διαμονή του στο Παρίσι το 1919 (τώρα στα "Φιλολογικά απομνημονεύματα, σελ. 212), ο Βάρναλης περιγράφει πόσο τον εντυπωσίασε, καθώς είχε έρθει από την συντηρητική Ελλάδα, το πλήθος γυναικών στους δρόμους της μεγαλούπολης:
Από πού βγήκανε και ξεχυθήκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών στο Παρίσι; […] Γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες, μανάβισσες, εφημεριδοπώλισσες, καλλιτέχνισσες, μοντέλα και πούλες. Γυναίκες, που βαστάνε στην αμασκάλη ή στο χέρι μια σερβιέτα με βιβλία ή νότες, βιολιά μέσα στη θήκη τους, παλέτες ή πινέλα, βαλίτσες, δίχτυα με ψώνια ή που σπρώχνουν ένα καροτσάκι με μπανάνες, πεπόνια ή μπεμπέδες. Γυναίκες, που πάνε αγκαλιασμένες τοίχο-τοίχο ή κάτου από τις δενδροστοιχίες και στόμα με στόμα («συστολή του παντός εις έν και μόνον ον…») με το φίλο τους του τελευταίου καιρού ή εκείνης της στιγμής· και γυναίκες, που πάνε ν’ αγκαλιαστούνε με το στόμα ανοιχτό ψηλά στον αέρα το γεμάτον από μηνύματα. «Γυναίκες προορισμένες», όπως θα έλεγε ο Πλάτων ο Ροδοκανάκης…
Δεν θα σταθώ στο "υπάλληλες" σήμερα, αλλά στο χωρίο που έχω μαυρίσει. Το χρησιμοποιεί επίσης σε άλλο κείμενό του το 1934 ο Βάρναλης, ενώ ψάχνοντας στο αρχείο του ΕΚΕΒΙ το βρήκα και σε ένα μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, στη Νέα Εστία το 1928, πάντα με αναφορά σε νεανικά ζευγαράκια που αισθάνονται απόλυτον έρωτα. Πάντοτε με εισαγωγικά, φως φανάρι ότι από κάπου είναι παρμένη η φράση.
Ψύλλο στ' άχυρα γυρεύω, αλλά ξέρει κανείς την πατρότητά της;
ΥΓ Γράφοντας τη φράση σε μονοτονικό τονίζω το "έν" (= ένα) για να ξεχωρίζει από την πρόθεση "εν", όχι όμως το "ον" διότι θα τόνιζα την αντωνυμία (αιτιατική του "ος").
Από πού βγήκανε και ξεχυθήκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών στο Παρίσι; […] Γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες, μανάβισσες, εφημεριδοπώλισσες, καλλιτέχνισσες, μοντέλα και πούλες. Γυναίκες, που βαστάνε στην αμασκάλη ή στο χέρι μια σερβιέτα με βιβλία ή νότες, βιολιά μέσα στη θήκη τους, παλέτες ή πινέλα, βαλίτσες, δίχτυα με ψώνια ή που σπρώχνουν ένα καροτσάκι με μπανάνες, πεπόνια ή μπεμπέδες. Γυναίκες, που πάνε αγκαλιασμένες τοίχο-τοίχο ή κάτου από τις δενδροστοιχίες και στόμα με στόμα («συστολή του παντός εις έν και μόνον ον…») με το φίλο τους του τελευταίου καιρού ή εκείνης της στιγμής· και γυναίκες, που πάνε ν’ αγκαλιαστούνε με το στόμα ανοιχτό ψηλά στον αέρα το γεμάτον από μηνύματα. «Γυναίκες προορισμένες», όπως θα έλεγε ο Πλάτων ο Ροδοκανάκης…
Δεν θα σταθώ στο "υπάλληλες" σήμερα, αλλά στο χωρίο που έχω μαυρίσει. Το χρησιμοποιεί επίσης σε άλλο κείμενό του το 1934 ο Βάρναλης, ενώ ψάχνοντας στο αρχείο του ΕΚΕΒΙ το βρήκα και σε ένα μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, στη Νέα Εστία το 1928, πάντα με αναφορά σε νεανικά ζευγαράκια που αισθάνονται απόλυτον έρωτα. Πάντοτε με εισαγωγικά, φως φανάρι ότι από κάπου είναι παρμένη η φράση.
Ψύλλο στ' άχυρα γυρεύω, αλλά ξέρει κανείς την πατρότητά της;
ΥΓ Γράφοντας τη φράση σε μονοτονικό τονίζω το "έν" (= ένα) για να ξεχωρίζει από την πρόθεση "εν", όχι όμως το "ον" διότι θα τόνιζα την αντωνυμία (αιτιατική του "ος").