Ας μιλήσουμε για αβγά και τα μεταφραστικά τους προβλήματα (αποφεύγοντας να αναφερθούμε σε «πατάτες»).
poach (1)
1 Cook (an egg) without its shell in or over boiling water: (as adjective poached) a breakfast of poached egg and grilled bacon
1.1 Cook by simmering in a small amount of liquid: poach the salmon in the white wine
poach (2)
1 Illegally hunt or catch (game or fish) on land that is not one’s own or in contravention of official protection: 20 tigers are thought to have been poached from national parks. (as noun poaching) he might arrest you for poaching
Περισσότερες σημασίες: http://www.oxforddictionaries.com/definition/english/poach?q=poach
Τα ρήματα poach έχουν μια μακρινή ετυμολογική σχέση, αν και τα λεξικά τα έχουν χωριστά. Υπάρχει δηλαδή ένα poach από το παλιό γαλλικό pochier, που αργότερα έγινε pocher, και σήμαινε σακουλιάζω, ενθυλακώνω, τσεπώνω —ίδια παρέα με το γαλλικό poche και τα αγγλικά poke και pocket. Στη συγκεκριμένη μαγειρική εφαρμογή, στο ποσάρισμα, το αβγό βράζει με το κροκάδι ενθυλακωμένο στο ασπράδι του αβγού.
Το άλλο poach, αυτό που δηλώνει λαθροθηρία, παράνομο κυνήγι, θα μπορούσε να έχει επηρεαστεί από το «σακουλιάζω», αλλά προηγείται μια πιο πολυσύνθετη ιστορία της λέξης με ραβδιά που χώνονται σε λάθος μέρος και καταπάτηση γης, ιστορία που καταλήγει στο λαθραίο κυνήγι σε ξένους κυνηγότοπους.
Οι δυο σημασίες προσφέρονται για ωραία λάθη μηχανικής μετάφρασης, όπως στη σελίδα εδώ, όπου ο σολομός ποσέ γίνεται λαθραίος σολομός! Έμαθα σήμερα ότι ο «λαθραίος σολομός» έχει εμφανιστεί και σε υπότιτλο!
Μικρό αριστούργημα:
το φρέσκο λεμόνι πρασίνων κυνήγησε λαθραία σολομός που εξυπηρετήθηκε.
Είναι μετάφραση του: