Δεν πρόλαβα να γράψω κάτι για τα λάθη που θεωρούμε σωστά και έχουν επικρατήσει σαν σωστά, μπλα μπλα, και… κάνω γκέλα πάνω στο εξοστρακίζομαι.
Πρόλογος:
Υπάρχει το σωστό και το λάθος, και, άμα ξέρεις ποιο είναι σωστό και ποιο λάθος, εύκολα αποφασίζεις. Υπάρχει όμως και το σωστό με κουστουμάκι και γραβάτα και το λάθος με τη γοητεία του λαϊκού γκόμενου. Και υπάρχει, τέλος, και το σωστό με το τριμμένο κουστούμι και το γαρίφαλο στην μπουτονιέρα, με όλη τη γραφικότητα του Ορέστη Μακρή, και από την άλλη το λάθος με τη μορφή του γιάπη, με το τρέντι κουστουμάκι (βάλτε μια καλή μάρκα εδώ, είμαι άσχετος, έχω μείνει στον καιρό του Cardin) και την Πόρσε. Ε, θα το διαλέξεις το λάθος, δεν θα το διαλέξεις;
Πού αγχώνομαι; Αγχώνομαι όταν δεν μπορώ να αποφασίσω αν ένα λάθος ανήκει στη κατηγορία του λαϊκού γκόμενου ή του τύπου με την Πόρσε. Γιατί δεν έχω πρόβλημα να είμαι λίγο λόγιος, αλλά λόγιος της σκονισμένης ντουλάπας δεν θα ήθελα να είμαι.
Και έρχεται στο δρόμο μου η λέξη «εξοστρακίστηκε». Ε λοιπόν αυτή η λέξη με αγχώνει κάπου 45 χρόνια τώρα. Διότι από τότε ξέρω ότι τα λεξικά και ο γλωσσικός καθωσπρεπισμός θέλουν «εποστρακίστηκε». Και ταυτόχρονα φοβάμαι ότι θα το πω και θα μου φορέσουν κουδούνια.
Στο Penguin έγινε η συντηρητική επιλογή: στο ricochet γράφει «εποστρακίζομαι, αλλάζω διεύθυνση σε πρόσκρουση με λεία επιφάνεια», «εποστρακισμός, αναπήδηση». Αλλά αυτό έγινε πριν από 35 χρόνια. Σήμερα;
Αν αγνοείτε το θέμα:
εξοστρακίζω σημαίνει «εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο (δηλ. σε θραύσμα πήλινου αγγείου)». Το λέγανε και οστρακίζω, αυτό που οι Άγγλοι λένε ostracize.
Και υπάρχει και το εποστρακίζομαι — σύμφωνα με το ΛΝΕΓ: αναπηδώ προσκρούοντας κάπου και αλλάζω κατεύθυνση.
Λογικό το «εξ», λογικό και το «επί». Έλα όμως που για όσα χρόνια θυμάμαι μιλάμε για εξοστρακισμό της σφαίρας και βλήματα που εξοστρακίζονται… Ρίξτε καμιά ματιά και στις γκουγκλιές αν έχετε αμφιβολία.
Και τα λεξικά; Τι λένε τα λεξικά; Μείζον και Κριαράς με κουστουμάκι. ΛΝΕΓ και Σχολικό ομοίως. Και ούτε ένα πλαίσιο, ούτε μία υπόδειξη για το συνηθισμένο «λάθος»!
Το λεξικό του Παπύρου έχει τον εποστρακισμό (από το ρήμα εποστρακίζω, λέει, αλλά ρήμα εποστρακίζω ή εποστρακίζομαι δεν βρίσκεις σε λήμμα) και, όλως περιέργως, γιατί τα έχει τα χρονάκια του, εκτός από εξοστρακίζω έχει και εξοστρακίζομαι:
εξοστρακίζομαι (Α ἐποστρακίζω)· (νεοελλ.) (για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση· || (αρχ.) ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)].
Να είναι λάθος; Να ήθελαν να γράψουν «εποστρακίζομαι» και να τους έφυγε το άτιμο το χέρι; Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγω γιατί ο εξοστρακισμός είναι κουστουμαρισμένος και άσφαιρος. Και τα «παξιμαδάκια» εποστρακίζονταν στην αρχαιότητα.
(Προσθήκη: Το «λάθος» υπάρχει μόνο στον ηλεκτρονικό Πάπυρο. Στον έντυπο έχει «εποστρακίζομαι». Υποψιάζομαι ωστόσο ότι κάποιο χέρι έκανε πρόχειρη διόρθωση...)
Φίλοι μου καλοί, εδώ μόνο το ΛΚΝ είναι μες στα πράγματα:
εξοστρακίζω -ομαι Ρ2.1 : 1α. επιβάλλω σε κπ. την ποινή του εξοστρακισμού: Ύστερα από σκληρούς πολιτικούς αγώνες ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να εξοστρακίσει τον Αριστείδη. β. (σπάν.) εξουδετερώνω κπ. 2. (παθ. για αντικείμενο, ιδ. βλήμα, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα) προσκρούω πάνω σε κτ. και αλλάζω πορεία: H μπάλα εξοστρακίστηκε χτυπώντας στο κάθετο δοκάρι. Κατά τη διάρκεια των οδομαχιών τραυματίστηκαν πολίτες από εξοστρακισμένες σφαίρες.
εξοστρακισμός ο Ο17 : 1α. ποινή εξορίας, κυρίως στην αρχαία Αθήνα, που επιβαλλόταν σε κπ. ύστερα από λαϊκή ψηφοφορία: Ο ~, ενώ θεσμοθετήθηκε ως όπλο κατά των επίδοξων τυράννων, χρησιμοποιήθηκε για εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων. β. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου. 2. αλλαγή πορείας που οφείλεται σε βίαιη πρόσκρουση πάνω σε κτ.: Ο ~ ενός βλήματος.
Λήμμα εποστρακίζω ή εποστρακισμός; Πουθενά. Εξοστρακισμένα!
Το λάθος, εκτός από Πόρσε, απέκτησε και επίσημη αναγνώριση. Και εγώ ξεπέρασα το άγχος μου. Κουρτίνα 1.
Πρόλογος:
Υπάρχει το σωστό και το λάθος, και, άμα ξέρεις ποιο είναι σωστό και ποιο λάθος, εύκολα αποφασίζεις. Υπάρχει όμως και το σωστό με κουστουμάκι και γραβάτα και το λάθος με τη γοητεία του λαϊκού γκόμενου. Και υπάρχει, τέλος, και το σωστό με το τριμμένο κουστούμι και το γαρίφαλο στην μπουτονιέρα, με όλη τη γραφικότητα του Ορέστη Μακρή, και από την άλλη το λάθος με τη μορφή του γιάπη, με το τρέντι κουστουμάκι (βάλτε μια καλή μάρκα εδώ, είμαι άσχετος, έχω μείνει στον καιρό του Cardin) και την Πόρσε. Ε, θα το διαλέξεις το λάθος, δεν θα το διαλέξεις;
Πού αγχώνομαι; Αγχώνομαι όταν δεν μπορώ να αποφασίσω αν ένα λάθος ανήκει στη κατηγορία του λαϊκού γκόμενου ή του τύπου με την Πόρσε. Γιατί δεν έχω πρόβλημα να είμαι λίγο λόγιος, αλλά λόγιος της σκονισμένης ντουλάπας δεν θα ήθελα να είμαι.
Και έρχεται στο δρόμο μου η λέξη «εξοστρακίστηκε». Ε λοιπόν αυτή η λέξη με αγχώνει κάπου 45 χρόνια τώρα. Διότι από τότε ξέρω ότι τα λεξικά και ο γλωσσικός καθωσπρεπισμός θέλουν «εποστρακίστηκε». Και ταυτόχρονα φοβάμαι ότι θα το πω και θα μου φορέσουν κουδούνια.
Στο Penguin έγινε η συντηρητική επιλογή: στο ricochet γράφει «εποστρακίζομαι, αλλάζω διεύθυνση σε πρόσκρουση με λεία επιφάνεια», «εποστρακισμός, αναπήδηση». Αλλά αυτό έγινε πριν από 35 χρόνια. Σήμερα;
Αν αγνοείτε το θέμα:
εξοστρακίζω σημαίνει «εξορίζω κάποιον γράφοντας το όνομά του σε όστρακο (δηλ. σε θραύσμα πήλινου αγγείου)». Το λέγανε και οστρακίζω, αυτό που οι Άγγλοι λένε ostracize.
Και υπάρχει και το εποστρακίζομαι — σύμφωνα με το ΛΝΕΓ: αναπηδώ προσκρούοντας κάπου και αλλάζω κατεύθυνση.
Λογικό το «εξ», λογικό και το «επί». Έλα όμως που για όσα χρόνια θυμάμαι μιλάμε για εξοστρακισμό της σφαίρας και βλήματα που εξοστρακίζονται… Ρίξτε καμιά ματιά και στις γκουγκλιές αν έχετε αμφιβολία.
Και τα λεξικά; Τι λένε τα λεξικά; Μείζον και Κριαράς με κουστουμάκι. ΛΝΕΓ και Σχολικό ομοίως. Και ούτε ένα πλαίσιο, ούτε μία υπόδειξη για το συνηθισμένο «λάθος»!
Το λεξικό του Παπύρου έχει τον εποστρακισμό (από το ρήμα εποστρακίζω, λέει, αλλά ρήμα εποστρακίζω ή εποστρακίζομαι δεν βρίσκεις σε λήμμα) και, όλως περιέργως, γιατί τα έχει τα χρονάκια του, εκτός από εξοστρακίζω έχει και εξοστρακίζομαι:
εξοστρακίζομαι (Α ἐποστρακίζω)· (νεοελλ.) (για βλήματα) προσκρούω κάπου και αναπηδώ αλλάζοντας διεύθυνση· || (αρχ.) ρίχνω όστρακα ή βότσαλα στην επιφάνεια τής θάλασσας ώστε να αναπηδούν, «κάνω πιατάκια, παξιμαδάκια». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οστρακίζω (< όστρακο)].
Να είναι λάθος; Να ήθελαν να γράψουν «εποστρακίζομαι» και να τους έφυγε το άτιμο το χέρι; Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγω γιατί ο εξοστρακισμός είναι κουστουμαρισμένος και άσφαιρος. Και τα «παξιμαδάκια» εποστρακίζονταν στην αρχαιότητα.
(Προσθήκη: Το «λάθος» υπάρχει μόνο στον ηλεκτρονικό Πάπυρο. Στον έντυπο έχει «εποστρακίζομαι». Υποψιάζομαι ωστόσο ότι κάποιο χέρι έκανε πρόχειρη διόρθωση...)
Φίλοι μου καλοί, εδώ μόνο το ΛΚΝ είναι μες στα πράγματα:
εξοστρακίζω -ομαι Ρ2.1 : 1α. επιβάλλω σε κπ. την ποινή του εξοστρακισμού: Ύστερα από σκληρούς πολιτικούς αγώνες ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να εξοστρακίσει τον Αριστείδη. β. (σπάν.) εξουδετερώνω κπ. 2. (παθ. για αντικείμενο, ιδ. βλήμα, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα) προσκρούω πάνω σε κτ. και αλλάζω πορεία: H μπάλα εξοστρακίστηκε χτυπώντας στο κάθετο δοκάρι. Κατά τη διάρκεια των οδομαχιών τραυματίστηκαν πολίτες από εξοστρακισμένες σφαίρες.
εξοστρακισμός ο Ο17 : 1α. ποινή εξορίας, κυρίως στην αρχαία Αθήνα, που επιβαλλόταν σε κπ. ύστερα από λαϊκή ψηφοφορία: Ο ~, ενώ θεσμοθετήθηκε ως όπλο κατά των επίδοξων τυράννων, χρησιμοποιήθηκε για εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων. β. (σπάν.) εξουδετέρωση κάποιου. 2. αλλαγή πορείας που οφείλεται σε βίαιη πρόσκρουση πάνω σε κτ.: Ο ~ ενός βλήματος.
Λήμμα εποστρακίζω ή εποστρακισμός; Πουθενά. Εξοστρακισμένα!
Το λάθος, εκτός από Πόρσε, απέκτησε και επίσημη αναγνώριση. Και εγώ ξεπέρασα το άγχος μου. Κουρτίνα 1.