@sarant: Και το ΛΝΕΓ έχει τον ελπιδοφόρο νέο. Θεωρώ ότι έχει γίνει μια μικρή μεταφορά από τον φέρελπι επειδή ο φέρελπις δεν κλίνεται και πολύ εύκολα. Τον φέρελπι ή τον φερέλπιδα;
Δεν πρόλαβα να γράψω για τις δυσκολίες του φέρελπι και μας προέκυψε και ο ρίψασπις (στα δελτία ειδήσεων, για κάποιον χρυσαυγίτη).
Στα αρχαία και την καθαρεύουσα:
ο φέρελπις, του φερέλπιδος, τον φέρελπιν, οι φερέλπιδες, των φερελπίδων, τους φερέλπιδας
ο ρίψασπις, του ριψάσπιδος, τον ρίψασπιν, οι ριψάσπιδες, των ριψασπίδων, τους ριψάσπιδας
Στη δημοτική θα δούμε επίσης:
του φερέλπιδα, του ριψάσπιδα
τον φερέλπιδα, τον ριψάσπιδα
των φερέλπιδων, των ριψάσπιδων
Μόνο: τους φερέλπιδες, τους ριψάσπιδες (τα –ας δεν έχουν θέση στη δημοτική)
Στα λεξικά τα μασάνε πότε πότε. Π.χ. το ΛΚΝ έχει μόνο του ριψάσπιδος και των ριψασπίδων. Στην αιτιατική ενικού προτιμά τον ρίψασπι. Στον φέρελπι δεν λέει ποια αιτιατική ενικού προτιμά και στη γενική του πληθυντικού έχει και φερέλπιδων και φερελπίδων.
Στο ΛΝΕΓ: ριψάσπιδος – ριψασπίδων
φερέλπιδος, φέρελπιν, φερελπίδων
Και λίγο ελληνοαγγλικό, από LSJ:
ρίψασπις throwing away one's shield in battle, craven