metafrasi banner

field + επιστήμη = ... πεδίου (field biology, βιολογία πεδίου)

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στο κείμενό μου εμφανίζεται ο συνδυασμός field biology. Έχω δει αποδόσεις της μορφής «επί του πεδίου» + επιστήμη (που καθόλου δεν μου αρέσουν), αλλά σκεφτόμουν τη μαχόμενη δικηγορία, δημοσιογραφία κλπ (εδώ σχετική συζήτηση στη Λεξιλογία). Τι λέτε, μπορούμε να το γενικεύσουμε; Και, ειδικότερα, μπορούμε να πούμε μάχιμη ή μαχόμενη βιολογία;
 

rogne

¥
Εγώ είμαι κάπως επιφυλακτικός απέναντι στη γενίκευση. Βλέπω εδώ τη "βιολογία πεδίου", που μου πάει καλύτερα. Έχει, βέβαια, ελάχιστα ευρήματα...
 

daeman

Administrator
Staff member
Εγώ είμαι κάπως επιφυλακτικός απέναντι στη γενίκευση. Βλέπω εδώ τη "βιολογία πεδίου", που μου πάει καλύτερα. Έχει, βέβαια, ελάχιστα ευρήματα...

+1. Και μπορεί η «βιολογία πεδίου» να έχει λίγα ευρήματα, περισσότερα όμως έχει ο/η «βιολόγος πεδίου» και ακόμη περισσότερα η «εργασία πεδίου».

Μάχιμη βιολογία «Μαχόμενη βιολογία»; Και ποιον μάχεται; «Μάχιμο» μπορεί να έλεγα έναν βιολόγο σε αντιδιαστολή με τον απόμαχο ή τον ανενεργό, που δεν ασκεί την επιστήμη του. Όχι έναν βιολόγο που κάνει εργασία πεδίου.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μάχιμη βιολογία; Και ποιον μάχεται;
Το μάχιμος σε αντίθεση με τον θεωρητικό, προφανώς.

Αλλά βλέπω, (ευχ, Δαίμαν!) ότι το εργασία πεδίου είναι τόσο καθιερωμένο που, ουσιαστικά, δεν υπάρχει θέμα συζήτησης. Ίσως το επιστήμη + πεδίου απλώς με ξενίζει επειδή τα πεδία στις δικές μου σπουδές ήταν κατά κανόνα ηλεκτρομαγνητικά, βαρυτικά κ.λπ. και όταν δω, π.χ., βιολογία πεδίου αναρωτιέμαι υποσυνείδητα «τι πεδίου»;
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Και ο θεωρητικός μάχεται, είτε παλεύοντας με τα θεωρητικά και την ταξινομική (θηρίο ανήμερο) π.χ., είτε στα εργαστήρια, για να μην πούμε για τα τέρατα της Μοριακής ή της Γενετικής.
Πίστεψέ με, στο σπίτι έχω μια μάχιμη βιολόγο, όλη μέρα στο εργαστήριο παλεύει με θηρία, με μετρήσεις, σημεία και τέρατα του μικρόκοσμου, μικροβιολογικά. Ενώ παλιά είχε οργώσει βουνά, κάμπους, λαγκάδια, νησιά, νησάκια, βραχονησίδες, ξέρες. Κι εγώ από κοντά, όχι παντού, μόνο όπου ήξερα ότι θα 'ναι καλό το πεδίο, σε θέα, σε ασχολία ή σε εδέσματα.
Τι πεδίου; Ορεινού, ημιορεινού, πεδινού ή θαλασσινού, πεδίου δράσης.

Και σόρι που άλλαξα το ποστ αφού το τσιτάρισες (αλλά πριν δω την απάντησή σου). Είσαι γρήγορος, ενώ εγώ το ξανασκέφτηκα.
 
Στο κείμενό μου εμφανίζεται ο συνδυασμός field biology. Έχω δει αποδόσεις της μορφής «επί του πεδίου» + επιστήμη (που καθόλου δεν μου αρέσουν), αλλά σκεφτόμουν τη μαχόμενη δικηγορία, δημοσιογραφία κλπ (εδώ σχετική συζήτηση στη Λεξιλογία). Τι λέτε, μπορούμε να το γενικεύσουμε; Και, ειδικότερα, μπορούμε να πούμε μάχιμη ή μαχόμενη βιολογία;

Συμφωνώ με τους προλαλήσαντες για βιολογία πεδίου, αντίστοιχα έχουμε field geology για γεωλογικές εργασίες υπαίθρου, δηλ., χαρτογράφηση, δειγματοληψία κα.
 

SBE

¥
Και Field engineer αυτός που τρέχει στα χωράφια (κυριολεκτικά) και κάνει μετρήσεις και λοιπή επιτόπια έρευνα.
 

nickel

Administrator
Staff member
...πεδίου, ...υπαίθρου, επιτόπια...

Καταφέρατε και μαζέψατε τα αμπεμπαμπλόμ (τις επιλογές που έχει κανείς για απόδοση) του όρου.
 
Και Field engineer αυτός που τρέχει στα χωράφια (κυριολεκτικά) και κάνει μετρήσεις και λοιπή επιτόπια έρευνα.

Σωστά, αν και συνήθως δεν εννοούμε μηχανικό με αυτόν τον όρο αλλά τεχνικούς διαφόρων ειδικοτήτων. Όταν εννοείται μηχανικός συνήθως πρόκειται για μηχανολόγο ή ηλεκτρολόγο.
 
Βιολογία πεδίου λέμε, και βιολόγος πεδίου, εμείς οι βιολόγοι.

Ποτέ μου δεν έχω ακούσει κάτι άλλο.
 
Top