Ευγιδής νέος ζητάει κερασφόρα νέα με σκοπό να την πάρει κάτω από την αιγίδα του.Με τρειφερότυτα και νιάξειμω: της ροτάω, μ' αγαπάς μαρή; Κη άμα δαινν απαντύση Μεεεε, δαιν προχοράο... :devil::inno:
Σας παρακαλώ, μην το εκγυδαΐσουμε το νήμα!...
Αιδώς, Αργίδιοι.Τώρα επιτέλους καταλαβαίνω και την έκφραση αργίδια κατσαρά. Γιατί πριν δεν καταλάβαινα τι σήμαινε.
Προσωρινά, κρατώ ότι η ασπρόμαυρη λέγεται μπάρτσα
Giddy up, you aigoists!
Τα κατσικό
Με ΠΟΛΥ μεγάλη διαφορά το dafuck i just saw της ημέρας:
Feels a bit giddy, man...Σας παρακαλώ, μην το εκγυδαΐσουμε το νήμα!...
Ο Δον Αιγουάν της φωτογραφίας κάποια στιγμή θα βρει το μάστορά του, θα ερωτευτεί, και ως άλλος αιγιάλωτος Τίτος Βανδής θα καταστραφεί από το πάθος του.
Για να εμπλουτίσουμε λίγο το λογοπαικτικά πυρομαχικά μας, ένα απόσπασμα από τη βικιπαίδεια:
Η οικόσιτη κατσίκα (επιστημονική ονομασία: Αιξ η κατοικίδιος, Capra aegagrus hircus - Αιξ ο αίγαγρος ο αίγος, ή Αιξ ο αίγαγρος ο τράγος), γίδα ή αίγα, είναι υποείδος της εξημερωμένης κατσίκας και κατάγεται από την άγρια (μη εξημερωμένη) κατσίκα της Νοτιοδυτικής Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται για ζώο μηρυκαστικό, της οικογένειας των βοοειδών και της τάξης των αρτιοδάχτυλων. Μαζί με το πρόβατο θεωρείται από τα πρώτα ζώα που εξημερώθηκαν από τους ανθρώπους. Εκτρέφονται για το γάλα, το κρέας και για το τρίχωμά τους. Τον τελευταίο αιώνα έγιναν δημοφιλή ζώα και ως κατοικίδια. Εχθροί της είναι τα σαρκοφάγα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Η ευκολία στην απόκτηση και στη συντήρησή της, έκανε πολλούς να τη χαρακτηρίσουν «αγελάδα του φτωχού».
Η κατσίκα λέγεται και γίδα ή αίγα. Οι αρσενικές κατσίκες καλούνται τράγοι. Το νεαρό άτομο των δύο φύλων καλείται κατσίκι ως την ηλικία του ενός έτους και βετούλι από τον πρώτο ως το δεύτερο χρόνο του. Η εγχώρια (ντόπια) ελληνική κατσίκα έχει διάφορα ονόματα ανάλογα με τα χρώματά της. Έτσι, η μαύρη κατσίκα λέγεται κόρμπα, η μαύρη με κοιλιά κίτρινη γκιόσα, η κοκκινωπή κάμπινα, η ασπρόμαυρη μπάρτσα, η σταχτιά κανούτα, καφετί κανέλλα και η άσπρη φλώρα.
Προσωρινά, κρατώ ότι η ασπρόμαυρη λέγεται μπάρτσα και αναρωτιέμαι αν η μαύρη λέγεται κόρμπα ή τσόρμπα.
Η αιγελάδα του φτωχού, λοιπόν...
Α, ναι, και η μαύρη με κοιλιά κίτρινη είναι η γκιόσα. Επειδή ήξερα κάτι γκιόσες, αλλά δεν είχαν κίτρινη κοιλιά...
... Παράδειγμα τυχαίο, σε ένα γλωσσάρι από το Μικρόβαλτο Κοζάνης:
βιτούλι (το): κατσίκι ενάμιση χρόνου
γαλάρια (τα): πρόβατα αναπαραγωγής
γίδα γκέσα (η): μαύρη (στο τρίχωμα) με κόκκινο στην κοιλιά και στα πόδια
......γκόρμπα: μαύρη
......ζαβουκέρατη: με ένα στραβό κέρατο και ένα κανονικό
......κανούτα: γκρίζα, σταχτιά
......κούλα: άσπρη
......μαρτζιλάτη: με "σκουλαρίκια" στο λαιμό
......μούσκρια: μαύρη με άσπρα στίγματα στη μούρη
......μπάλια: μαύρη με άσπρη τούφα στο κεφάλι
......μπάρτζα: μαύρη με κόκκινο στη μούρη
......πέστρα: μαύρη με άσπρο στην κοιλιά
......πισουκέρατη: με κέρατα γυριστά πίσω από τα αυτιά
......ρούσα: κόκκινη
......σιούτα: χωρίς κέρατα
......τραούσα: με μεγάλα κέρατα
......τσιούγκα: με ένα κέρατο σπασμένο
......τσιούπρα: με μικρά αυτιά
......φλόρα: άσπρη
......ψαριά: γκριζοκόκκινη
γιντσιάρκου (το): νεογέννητο
ζγούρι (το): δίχρονο αρνί
μανάρι (το): οικόσιτο αρνί
μπλιόρα (η): γίδα ή προβατίνα ενάμισι χρόνου
προβατίνα ασπρουνούρου (η): μαύρη (τρίχωμα) με άσπρη ουρά
..............γρίβα: γκρίζα
..............κάλεσα: άσπρη με μαύρα στίγματα στο κεφάλι
..............κουρνούτα: με κέρατα
..............κουτσίνου (ή κουάτσινη): άσπρη με κόκκινο στο κεφάλι
..............λάια: μαύρη
..............μπατσάρα: άσπρη με μαύρη μούρη
..............μπέλα: άσπρη
..............ρούντα: με πυκνό κατσαρό μαλλί και πλατιά ουρά
..............τσιούλα: με μικρά αυτιά
σιούτου (το): κριάρι ή γίδι χωρίς κέρατα
σιρκό (το): αρσενικό
σουγκάρια (τα): τα γεννημένα αρνιά στο τέλος της περιόδου
στιγνιάρου (η): αδύνατη, κοκαλιάρα
στριφάδι (το): γίδα ή προβατίνα με δύο γέννες
Στα αγγλικά, π.χ.:
Farm Animals and their Names
...
Sheep
Sheep are hardy, well covered animals, usually kept in the open all year round. They are not so intensively farmed as either pigs, poultry or cattle. The most important and the most profitable produce of British sheep is their lambs, wool is secondary.
Ewe - female sheep of breeding age, may be qualified as maiden ewes, not yet bred, or ewe lambs, up to one year.
Cull Ewe - finished ewes culled out for slaughter.
Gimmer - regional term for a young ewe that has not yet born a lamb.
Hogget - castrated male sheep usually 10 to 14 months old. Also used to describe an uncastrated male pig.
Lambs - young sheep still with its dam (mother) or up to five months of age. Qualified as ewe lamb or ram lamb.
Cade lamb - regional term for an orphan lamb.
Fat Lambs - finished ready for slaughter from approx four months old onwards.
Store Lambs - lambs not sold during the summer for slaughter may be kept for sale or feeding on as store lambs.
Tegs - regional term for fat lamb in second season.
Mutton - the meat of older sheep, including cull ewes.
Ram - entire male animal that has reached sexual maturity at around six months.
Theaves - another regional term for a young ewe up to first lambing.
Tup - male sheep, usually an entire breeding male ram.
Shearling - regional term for sheep up to first shearing.
Wether - male sheep castrated at an early age before secondary sexual characters have developed.
Billy Goat - male animal.
Nanny Goat - female animal.
Kid - youngster.
Όπως και για κάθε εξειδικευμένο λεξιλόγιο, δεν είναι όλα αυτά κοινά, τα ξέρουν όσοι τα χρειάζονται.
Μπίτισα με τα αιγοπρόβατα, σκυτάλη σε επόμενο ζωντανό.