metafrasi banner

vocal, vociferous

nickel

Administrator
Staff member
Στο σχολιασμό ενός μεταφραστικού λάθους, ο Ν.Σ. φέρνει στην επιφάνεια και έναν γνωστό μεταφραστικό πονοκέφαλο, τη λέξη vocal (θα προσθέσω δίπλα και τη συχνά συνώνυμη vociferous). Αναφέρομαι στις παρακάτω χρήσεις:

a vocal critic
a vocal minority
vocal in his criticism

Ειδικότερα, από κάποια λεξικά:
vocal: someone who is vocal expresses their opinion frequently and strongly: a vocal critic of the plan | a small but very vocal minority.
vocal in: He became increasingly vocal in his criticism of the president.
vociferous: someone who is vociferous expresses their opinion loudly and with force
a. a vociferous opinion, reply, protest etc is expressed loudly and with force
[Macmillan]

vocal: expressing strong opinions publicly, especially about things that you disagree with [=outspoken]: vocal opponent/critic/supporter etc | She was a vocal opponent of the plan.
vocal in: Foley has been particularly vocal in his criticism of the government.
vociferous formal expressing your opinions loudly and strongly: a vociferous opponent of the plan.
vociferous in: The minority population became more vociferous in its demands.
[Longman]

vocal: often expressing opinions and complaints in speech: He had always been a very vocal critic of the president. | During these years, suffrage demands by women became increasingly vocal and difficult to ignore.
vociferous: Vociferous people express their opinions and complaints loudly and repeatedly in speech, and vociferous demands, etc. are made repeatedly and loudly: Local activist groups have become increasingly vociferous as the volume of traffic passing through the village has grown. | A vociferous opponent of gay rights, he is well-known for his right-wing views.
[Cambridge International]​
Από τα παραπάνω κρατάω τα strongly, frequently, publicly.

Η πρόταση στο συγκεκριμένο κείμενο του Ντόκινς:
There are even a few vocal fifth columnists within science itself who hold exactly these views.

Σε μια διαδικτυακή αναζήτηση για επικριτές, βρήκα:
δριμείς / έντονους / σκληρούς / δραστήριους / καυστικούς / δυναμικούς / αυστηρούς / αμείλικτους επικριτές

Η λέξη κραυγαλέος δεν μας κάνει. Κραυγαλέα λάθη και αδικίες έχουμε. Σε λεξικά βλέπω θορυβώδης, φωνακλάδικος, ευθαρσής (στο outspoken), που βροντοφωνάζει τις απόψεις ή τα αιτήματά του, που εκφράζει κάτι έντονα.

Φοβάμαι ότι απόδοση-ομπρέλα δεν έχουμε, άλλο επίθετο θα χρησιμοποιήσουμε σε κάθε περίπτωση και ενδεχομένως περιφράσεις, π.χ. δεν διστάζει να επικρίνει.

Έχουμε τίποτα άλλο ενδιαφέρον για τη φαρέτρα μας;
 
Πως θα ήταν, για τη συγκεκριμένη φράση, το: "Ακόμη και εντός της επιστημονικής κοινότητας υπάρχουν κάποιοι που ενεργούν με ζήλο ως πέμπτη φάλαγγα υποστηρίζοντας ακριβώς αυτές τις απόψεις";
 
Εγώ είχα σκεφτεί θορυβώδεις για το vocal, αλλά ένας καλός φίλος μου πρότεινε το "λαλίστατος" που το βρίσκω ταμάμ για ορισμένες χρήσεις.
 
Top