Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας• λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Είναι γνωστό, έχει συζητηθεί αρκετά, ότι ο Σεφέρης δεν λέει ότι «πήραμε λάθος τη ζωή μας». Με «πόθους και με πάθος» την πήραμε, αλλά πώς να μπει άνω τελεία στο τραγούδι; Έτσι ερμηνεύτηκε λάθος ο στίχος: ακούσαμε και επαναλάβαμε «πήραμε τη ζωή μας λάθος».
Το ουσιαστικό λάθος σ’ αυτή την περίπτωση είναι χρήση γνωστή, συνηθισμένη και καταγραμμένη. Γράφει το ΛΚΝ για το άκλιτο λάθος που χρησιμοποιείται σε θέση επιθέτου ή επιρρήματος:
λάθος [...] 4. (ως επίθ.) που είναι λανθασμένος, εσφαλμένος: λάθος κίνηση / απάντηση / κατεύθυνση / μέθοδος / εκτίμηση / υπολογισμός / πρόβλεψη. Λάθος δρόμο πήραμε. Πήγε σε λάθος διεύθυνση. ΦΡ χτυπώ λάθος πόρτα*.
5. (ως επίρρ.) με τρόπο που δεν είναι ορθός, κανονικός: Λάθος κατάλαβες / υπολόγισες. Λάθος έλυσες το πρόβλημα. Το ρολόι πάει λάθος.
Μια παράλειψη στο λήμμα του ΛΚΝ: δεν αναφέρει ότι το λάθος είναι άκλιτο σ’ αυτή τη χρήση. Γίνεται σαφές στο λήμμα του ΛΝΕΓ (που όμως δεν περιέχει παραδείγματα της επιρρηματικής χρήσης παρά μόνο στο πλαίσιο):
λάθος [...] 5. (καταχρ. ως επίρρ. κ. άκλ. επίθ.) λανθασμένος, εσφαλμένος: λάθος αριθμός / κίνηση / πίστη / σύνταξη / απάντηση / πράξη / αποτέλεσμα / δρόμος / στάση ζωής.
Σε πλαίσιο:
Ας σημειωθεί, επ’ ευκαιρία, η συχνή χρήση τής λ. λάθος με επιθετική και επιρρηματική σημασία αντί τού λανθασμένος / λανθασμένα: Αυτή η απάντηση είναι λάθος (= λανθασμένη) – Έλυσε την άσκηση λάθος (= λανθασμένα) – Έδωσα λάθος τηλέφωνο – Λάθος άνθρωπος σε λάθος θέση.
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας• λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Είναι γνωστό, έχει συζητηθεί αρκετά, ότι ο Σεφέρης δεν λέει ότι «πήραμε λάθος τη ζωή μας». Με «πόθους και με πάθος» την πήραμε, αλλά πώς να μπει άνω τελεία στο τραγούδι; Έτσι ερμηνεύτηκε λάθος ο στίχος: ακούσαμε και επαναλάβαμε «πήραμε τη ζωή μας λάθος».
Το ουσιαστικό λάθος σ’ αυτή την περίπτωση είναι χρήση γνωστή, συνηθισμένη και καταγραμμένη. Γράφει το ΛΚΝ για το άκλιτο λάθος που χρησιμοποιείται σε θέση επιθέτου ή επιρρήματος:
λάθος [...] 4. (ως επίθ.) που είναι λανθασμένος, εσφαλμένος: λάθος κίνηση / απάντηση / κατεύθυνση / μέθοδος / εκτίμηση / υπολογισμός / πρόβλεψη. Λάθος δρόμο πήραμε. Πήγε σε λάθος διεύθυνση. ΦΡ χτυπώ λάθος πόρτα*.
5. (ως επίρρ.) με τρόπο που δεν είναι ορθός, κανονικός: Λάθος κατάλαβες / υπολόγισες. Λάθος έλυσες το πρόβλημα. Το ρολόι πάει λάθος.
Μια παράλειψη στο λήμμα του ΛΚΝ: δεν αναφέρει ότι το λάθος είναι άκλιτο σ’ αυτή τη χρήση. Γίνεται σαφές στο λήμμα του ΛΝΕΓ (που όμως δεν περιέχει παραδείγματα της επιρρηματικής χρήσης παρά μόνο στο πλαίσιο):
λάθος [...] 5. (καταχρ. ως επίρρ. κ. άκλ. επίθ.) λανθασμένος, εσφαλμένος: λάθος αριθμός / κίνηση / πίστη / σύνταξη / απάντηση / πράξη / αποτέλεσμα / δρόμος / στάση ζωής.
Σε πλαίσιο:
Ας σημειωθεί, επ’ ευκαιρία, η συχνή χρήση τής λ. λάθος με επιθετική και επιρρηματική σημασία αντί τού λανθασμένος / λανθασμένα: Αυτή η απάντηση είναι λάθος (= λανθασμένη) – Έλυσε την άσκηση λάθος (= λανθασμένα) – Έδωσα λάθος τηλέφωνο – Λάθος άνθρωπος σε λάθος θέση.