πλήρωση = ;

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Τι λέξη θα λέγατε σ' έναν αγγλόφωνο για να του δώσετε να καταλάβει ότι η λέξη "πλήρωση" είναι ένα καθαρευουσιάνικο "γέμισμα"; Π.χ. στη φράση "πλήρωση δεξαμενής".
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Βρίσκω κάποια αποτελέσματα, αλλά όχι τόσα ώστε να εγγυώνται ότι είναι ακριβή συνώνυμα για τη συγκεκριμένη φράση.
 

nickel

Administrator
Staff member
Προσπαθείς να κάνεις κάποιο παιχνίδι του είδους the filling of the tank / the replenishment of the tank;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Προσπαθώ να βρω ένα συνώνυμο του filling που θα ηχεί "καθαρευουσιάνικο" στα αυτιά ενός αγγλόφωνου. To replenishment έτσι είναι;
 

nickel

Administrator
Staff member
Λόγιο είναι το replenishment, αλλά περισσότερο «αναπλήρωση», refilling.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Προσπαθώ να βρω ένα συνώνυμο του filling που θα ηχεί "καθαρευουσιάνικο" στα αυτιά ενός αγγλόφωνου. To replenishment έτσι είναι;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που αντιστοιχεί στη σύναψη με τη δεξαμενή.
 

nickel

Administrator
Staff member
Αποδεκτή εναλλακτική χρήση, δηλαδή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θέση του filling με τις δεξαμενές, δεν υπάρχει άλλη εκτός από το replenishment, που δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά στις δεξαμενές μπορούμε άνετα να μιλάμε για replenishment, εκτός αν είναι άλλη η έμφαση στη χρήση του filling, π.χ. μέχρι επάνω, όχι μέχρι τη μέση.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
H πρόταση του Resident είναι inundation. Δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα, αλλά μπορεί να δώσει τη διάσταση του ανεβασμένου ρέτζιστερ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Αν το γέμισμα αναφέρεται σε κάτι σαν αυτό...

due to the inundation of the tank by sewage water and industrial effluents
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Αυτό εδώ το ονλάιν λεξικό συνωνύμων δίνει δύο έννοιες στο inundate. Η πρώτη έννοια ταιριάζει και στο γέμισμα, έστω υπό τη μορφή του γεμίσματος μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο.

Sense 1:
deluge, flood, inundate, swamp
fill, fill up, make full

Sense 2:
inundate, deluge, submerge
flood

Αυτό το λεξικό, αφετέρου, έχει τα εξής συνώνυμα του fill. Τώρα που τα βλέπεις όλα μαζί, έχεις καμιά άλλη ιδέα για την "πλήρωση";
become full, cement, cement together, close, cram, crowd, discharge, execute, fill up, fulfil, fulfill, glut, gorge, ground, inflate, inundate, jam, make full, meet, occupy, pack, pad, perform, permeate, pervade, plug, plug up, pump up, replenish, replete, sate, satiate, satisfy, saturate, seal, seal up, stop, stop up, stuff, supply, surfeit, take, take up, top up.

Η πλάκα είναι ότι θυμήθηκα την "κατάκλυση", δηλαδή inundation, που άκουγα σε στρατιωτική ορολογία, και μπήκα να το ψάξω. Κοιτάξτε πόσες "κατακλίσεις" για πυρόσβεση ή για πότισμα βρήκα.
 

cougr

¥
Αποδεκτή εναλλακτική χρήση, δηλαδή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θέση του filling με τις δεξαμενές, δεν υπάρχει άλλη εκτός από το replenishment, που δεν είναι ακριβώς το ίδιο, αλλά στις δεξαμενές μπορούμε άνετα να μιλάμε για replenishment, εκτός αν είναι άλλη η έμφαση στη χρήση του filling, π.χ. μέχρι επάνω, όχι μέχρι τη μέση.

Συμφωνώ ακράδαντα.
 
Top